Του
Μιχάλη Βακαλούλη*
Μιχάλη Βακαλούλη*
Η εποχή μας, που θα τη χαρακτήριζα σαν μια εποποιία χωρίς λοφίο, χωρίς ιστορικό ορίζοντα αναμονής, η εποχή του μετανεωτερικού καπιταλισμού χαρακτηρίζεται από μια παταγώδη αποτυχία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και από μια πόλωση των κοινωνικών ανισοτήτων και αντιθέσεων τόσο σε εθνικό επίπεδο, όσο και σε διεθνές επίπεδο. Σε αυτές τις συνθήκες είναι αναγκαίο να αναρωτηθούμε ποιες ανατροπές, ποιες ρήξεις πρέπει να δρομολογήσει η αριστερά σε προγραμματικό επίπεδο, σε συμβολικό επίπεδο, σε οργανωτικό επίπεδο, ώστε να μπορέσει να δώσει αξιοπιστία και προοπτική στην ιδέα της κοινωνικής απελευθέρωσης απέναντι σε ένα παγκοσμιοποιημένο χρηματιστικό καπιταλισμό, που γίνεται ολοένα και πιο καταστροφικός. Προσπαθώντας να διατυπώσω κάποιες υποθέσεις έρευνας θα επιμείνω σε τρία σημεία.
Πρώτον, στα αποτελέσματα της συστημικής κρίσης, κάτι που παραπέμπει στην αποσταθεροποίηση της φιλελεύθερης ορθοδοξίας και την ταυτόχρονη ανασύνθεση των συλλογικών αναπαραστάσεων, κυρίως στη σφαίρα των εργαζομένων.
Δεύτερον, στην κατάσταση των αντιστάσεων, των αγώνων, των συγκρούσεων καθώς και στις πολιτικές δυνατότητες των κοινωνικών κινημάτων. Παρατηρούμε ότι υπάρχουν κάποιες μικρές κινητοποιήσεις, που κάποιες φορές καταλήγουν σε επιμέρους νίκες, και ταυτόχρονα παρατηρούμε ότι υπάρχει δυσπιστία των κοινωνικών κινημάτων να εμπλακούν σε μετωπικές συγκρούσεις με τις κυρίαρχες δυνάμεις.
Τρίτον, στο στρατηγικό διακύβευμα των δυνάμεων της αριστεράς στη σημερινή περίοδο. Σε τι συνίσταται αυτό το διακύβευμα. Ξεκινώντας από τον κατακερματισμό των κοινωνικών σχέσεων, πρέπει να αναρωτηθούμε πού βρίσκεται αυτό το διακύβευμα; Πιστεύω ότι βρίσκεται στο γεγονός ότι πρέπει να συγκεκριμενοποιηθούν εναλλακτικές λύσεις, να ανοίξουν παράθυρα πολιτικής προοπτικής, να μορφοποιηθεί ένα πολιτικό σχέδιο κοινωνικού μετασχηματισμού σε ευρωπαϊκή κλίμακα και, κυρίως, να πάψουν όλα αυτά τα πράγματα να είναι απλές λέξεις και να γίνουν πολιτική πρακτική σε καθημερινή βάση.
Πρώτον, στα αποτελέσματα της συστημικής κρίσης, κάτι που παραπέμπει στην αποσταθεροποίηση της φιλελεύθερης ορθοδοξίας και την ταυτόχρονη ανασύνθεση των συλλογικών αναπαραστάσεων, κυρίως στη σφαίρα των εργαζομένων.
Δεύτερον, στην κατάσταση των αντιστάσεων, των αγώνων, των συγκρούσεων καθώς και στις πολιτικές δυνατότητες των κοινωνικών κινημάτων. Παρατηρούμε ότι υπάρχουν κάποιες μικρές κινητοποιήσεις, που κάποιες φορές καταλήγουν σε επιμέρους νίκες, και ταυτόχρονα παρατηρούμε ότι υπάρχει δυσπιστία των κοινωνικών κινημάτων να εμπλακούν σε μετωπικές συγκρούσεις με τις κυρίαρχες δυνάμεις.
Τρίτον, στο στρατηγικό διακύβευμα των δυνάμεων της αριστεράς στη σημερινή περίοδο. Σε τι συνίσταται αυτό το διακύβευμα. Ξεκινώντας από τον κατακερματισμό των κοινωνικών σχέσεων, πρέπει να αναρωτηθούμε πού βρίσκεται αυτό το διακύβευμα; Πιστεύω ότι βρίσκεται στο γεγονός ότι πρέπει να συγκεκριμενοποιηθούν εναλλακτικές λύσεις, να ανοίξουν παράθυρα πολιτικής προοπτικής, να μορφοποιηθεί ένα πολιτικό σχέδιο κοινωνικού μετασχηματισμού σε ευρωπαϊκή κλίμακα και, κυρίως, να πάψουν όλα αυτά τα πράγματα να είναι απλές λέξεις και να γίνουν πολιτική πρακτική σε καθημερινή βάση.
Η αμφισβήτηση
της παντοδυναμίας
της αγοράς
της παντοδυναμίας
της αγοράς
Μια από τις επιπτώσεις της κρίσης είναι ότι κλυδωνίζεται σε επίπεδο κοινής γνώμης η δοξασία περί παντοδυναμίας της αγοράς, που κυριάρχησε πάνω από δύο δεκαετίες σαν αυτόματος πιλότος πίστης στην αυτορύθμιση της αγοράς. Αυτή η δοξασία έχει χάσει την ιδεολογική της εμβέλεια και απήχηση. Η αποτυχία αυτού του μοντέλου είναι ολοφάνερη. Ακόμα και οι κυρίαρχες ταξικά δυνάμεις έχουν συνείδηση ότι χρειάζονται να δράσουν σθεναρά για να μπορέσουν να διαφυλάξουν τη δυναμική του συστήματος, ώστε να διασφαλίσουν τη γενικευμένη αναπαραγωγή του.
Υπάρχει βέβαια ένας επίσημος λόγος των κυρίαρχων κύκλων για τη σκληρότητα και τις παρενέργειες του καπιταλισμού που σε ορισμένα σημεία παίρνει αντικαπιταλιστικές αποχρώσεις. Από την άποψη της συστημικής λειτουργίας, όμως, τίποτα δεν έχει αλλάξει σημαντικά.
Οι νέες διακρατικές ρυθμίσεις στοχεύουν πριν από όλα στην υποστήριξη της κυρίαρχης οικονομικής εξουσίας και συνεπώς να ενισχύσουν τη φιλελεύθερη λογική σε ακόμα πιο γενικευμένη κλίμακα. Όμως, δεν είναι δυνατόν να βγούμε από τη συστημική κρίση, χωρίς να συγκρουστούμε με τους θεμελιώδεις κανόνες λειτουργίας του συστήματος. Όλη αυτή η κατάσταση βαθαίνει αυτό που θα ονομάζαμε κρίση πολιτικής εκπροσώπησης. Η σχέση εκπροσώπησης μπαίνει σε κρίση ακριβώς γιατί παύει να εκπροσωπεί. Διάχυτη είναι η αίσθηση ότι η πολιτική έχει σήμερα υποβιβαστεί σε διαχείριση, ότι δεν τροποποιεί το σύστημα παρά μόνο στο περιθώριο. Η κρίση εκπροσώπησης, στην οποία η αριστερά μετέχει -ακόμα και η άκρα αριστερά- υποδηλώνει το χάσμα που υπάρχει σε ό,τι αφορά την προοπτική του πραγματικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Αυτή η κρίση εξακολουθεί να υφίσταται γιατί η φιλελεύθερη ηγεμονία έχει ολοκληρωθεί. Αυτή η εκπλήρωση εμφανίζεται πλέον στα μάτια όλων, ακόμα και των κυρίαρχων κύκλων, σαν μια τεράστια διασπάθιση παραγωγικών πόρων, σαν μια οικονομική και κοινωνική καταστροφή, σε μια εποχή που η κοινωνία είναι γεμάτη δυνατότητες ανάπτυξης και ευημερίας.
Υπάρχει βέβαια ένας επίσημος λόγος των κυρίαρχων κύκλων για τη σκληρότητα και τις παρενέργειες του καπιταλισμού που σε ορισμένα σημεία παίρνει αντικαπιταλιστικές αποχρώσεις. Από την άποψη της συστημικής λειτουργίας, όμως, τίποτα δεν έχει αλλάξει σημαντικά.
Οι νέες διακρατικές ρυθμίσεις στοχεύουν πριν από όλα στην υποστήριξη της κυρίαρχης οικονομικής εξουσίας και συνεπώς να ενισχύσουν τη φιλελεύθερη λογική σε ακόμα πιο γενικευμένη κλίμακα. Όμως, δεν είναι δυνατόν να βγούμε από τη συστημική κρίση, χωρίς να συγκρουστούμε με τους θεμελιώδεις κανόνες λειτουργίας του συστήματος. Όλη αυτή η κατάσταση βαθαίνει αυτό που θα ονομάζαμε κρίση πολιτικής εκπροσώπησης. Η σχέση εκπροσώπησης μπαίνει σε κρίση ακριβώς γιατί παύει να εκπροσωπεί. Διάχυτη είναι η αίσθηση ότι η πολιτική έχει σήμερα υποβιβαστεί σε διαχείριση, ότι δεν τροποποιεί το σύστημα παρά μόνο στο περιθώριο. Η κρίση εκπροσώπησης, στην οποία η αριστερά μετέχει -ακόμα και η άκρα αριστερά- υποδηλώνει το χάσμα που υπάρχει σε ό,τι αφορά την προοπτική του πραγματικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Αυτή η κρίση εξακολουθεί να υφίσταται γιατί η φιλελεύθερη ηγεμονία έχει ολοκληρωθεί. Αυτή η εκπλήρωση εμφανίζεται πλέον στα μάτια όλων, ακόμα και των κυρίαρχων κύκλων, σαν μια τεράστια διασπάθιση παραγωγικών πόρων, σαν μια οικονομική και κοινωνική καταστροφή, σε μια εποχή που η κοινωνία είναι γεμάτη δυνατότητες ανάπτυξης και ευημερίας.
Ένας άλλος κόσμος,
αλλά ποιος;
αλλά ποιος;
Βρισκόμαστε λοιπόν σε ένα σταυροδρόμι. Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός, μας διαβεβαιώνει το κίνημα για την εναλλακτική παγκοσμιοποίηση. Αλλά ποιος; Κανείς δεν προβλέπει με ηγεμονικούς όρους, και όχι απλά με όρους διακήρυξης, σήμερα μαι μετάβαση από το φιλελευθερισμό στο σοσιαλισμό. Η ηγεμονία του φιλελευθερισμού ευημερεί ακριβώς λόγω της απουσίας μιας εναλλακτικής πολιτικής και, το πιο σημαντικό, λόγω της ανυπαρξίας ενός πολιτικού σχεδίου πλειοψηφικού, αξιόπιστου που να μπορεί να πιστοποιήσει την ιδέα ότι η υπεράσπιση των λαϊκών συμφερόντων αποτελεί κεντρικό στοιχείο της πολιτικής ανασυγκρότησης για την επίτευξη μιας ενοποιητικής αντίληψης του κοινού αγαθού. Η ιδέα δηλαδή ότι για να μπορέσουμε να ορίσουμε το γενικό συμφέρον πρέπει να έχουμε ως βασικό άξονα αναδιάρθρωσης της πολιτικής την υπεράσπιση των λαϊκών συμφερόντων, το δόγμα δηλαδή που αναιρέθηκε από την ηγεμονία του φιλελευθερισμού.
Η απήχηση της κρίσης στις κοινωνικές αντιλήψεις είναι αντιφατική. Οι μισθωτοί συνειδητοποιούν ότι το καπιταλιστικό σύστημα βαθαίνει τις κοινωνικές ανισότητες και καταστρέφει τις παραγωγικές ικανότητες. Είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να αρκεστούμε στο να ηθικοποιήσουμε το χρηματιστικό καπιταλισμό, χωρίς παράλληλα να αμφισβητήσουμε τα θεμέλια του τρόπου παραγωγής, που βρίσκονται στη ρίζα της χρηματιστικής κρίσης. Μια άλλη διαπίστωση είναι η βαθιά ανησυχία των μισθωτών για τις συνέπειες της κρίσης. Διαπιστώνουν μεν ότι το σύστημα είναι σάπιο, αλλά διόλου δεν γνωρίζουν με τι θα μπορούσαν να το αντικαταστήσουν. Το ιστορικό πλαίσιο είναι πρωτόγνωρο και πολυσύνθετο. Οτιδήποτε έχει επιχειρηθεί στο παρελθόν ως εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό απέτυχε.
Η απήχηση της κρίσης στις κοινωνικές αντιλήψεις είναι αντιφατική. Οι μισθωτοί συνειδητοποιούν ότι το καπιταλιστικό σύστημα βαθαίνει τις κοινωνικές ανισότητες και καταστρέφει τις παραγωγικές ικανότητες. Είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να αρκεστούμε στο να ηθικοποιήσουμε το χρηματιστικό καπιταλισμό, χωρίς παράλληλα να αμφισβητήσουμε τα θεμέλια του τρόπου παραγωγής, που βρίσκονται στη ρίζα της χρηματιστικής κρίσης. Μια άλλη διαπίστωση είναι η βαθιά ανησυχία των μισθωτών για τις συνέπειες της κρίσης. Διαπιστώνουν μεν ότι το σύστημα είναι σάπιο, αλλά διόλου δεν γνωρίζουν με τι θα μπορούσαν να το αντικαταστήσουν. Το ιστορικό πλαίσιο είναι πρωτόγνωρο και πολυσύνθετο. Οτιδήποτε έχει επιχειρηθεί στο παρελθόν ως εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό απέτυχε.
Η λογική
του μικρότερου κακού
του μικρότερου κακού
Σε αυτές τις συνθήκες, η αυθόρμητη αντίδραση των ατόμων είναι να κατευθύνονται στη λογική του μικρότερου κακού, ακόμα και στο κοινωνικό πεδίο. Πρόκειται για μια απόλυτα δικαιολογημένη και κατανοήσιμη αντίδραση από ανθρωπολογική άποψη. Η κρίση εξαπλώνει τα φαινόμενα αναδίπλωσης και εντείνει την επαναφορά των ατόμων στην ίδια τους την περίμετρο. Η θέληση για πάλη συμπίπτει με το φόβο να εκθέσει κανείς τον εαυτό του συμμετέχοντας σε αντιπαραθέσεις χωρίς μέλλον, που υποθηκεύουν ίσως το προσωπικό μέλλον αυτών που θα μπορούσαν να συμμετάσχουν σε αγώνες.
Η κατάσταση των αγώνων είναι πραγματικά παράδοξη και αντιφατική. Από τη μια μεριά υπάρχει ένας εντυπωσιακός αριθμός μορφών πάλης, αντίστασης, άρνησης. Αυτή η ποικιλομορφία των αγώνων και των αντιστάσεων εμπεριέχει τις δυνατότητες ανακατασκευής της πολιτικής συνείδησης, δηλαδή της ικανότητας της κοινωνίας να επαναπολιτικοποιείται. Ωστόσο, ο συνδικαλισμός, για παράδειγμα, των μισθωτών, τα κινήματα των πολιτών αντιμετωπίζουν πραγματικές δυσκολίες να εδραιωθούν ως κεντρικοί κοινωνικοί παίχτες, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την πορεία των πραγμάτων. Για να αναφερθούμε πιο συγκεκριμένα στο συνδικαλιστικό κίνημα, γνωρίζουμε καλά ότι, τουλάχιστον στη Γαλλία, το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει δεν είναι πρόβλημα νομιμοποίησης αλλά αποτελεσματικότητας. Ωστόσο, και εδώ έγκειται η διαφορά, που κατά κάποιον τρόπο ψαλιδίζει την αρχική αισιοδοξία, οι αγώνες είναι συχνά κατακερματισμένοι, ασυνεχείς, χωρίς να είναι ταυτόχρονα κοινωνικά ορατοί. Αυτοί οι αγώνες δεν αθροίζονται βάσει μιας σωρευτικής διαδικασίας, στην ουσία έχουμε να κάνουμε με αντιστάσεις οριοθετημένες, απορροφήσιμες, χωρίς συντονισμό, χωρίς διαδραστικές ανταλλαγές. Κυρίως, δεν καταλήγουν σε μια ενοποίηση της κινηματικής εμπειρίας και της πολιτικής συνειδητοποίησης.
Η κατάσταση των αγώνων είναι πραγματικά παράδοξη και αντιφατική. Από τη μια μεριά υπάρχει ένας εντυπωσιακός αριθμός μορφών πάλης, αντίστασης, άρνησης. Αυτή η ποικιλομορφία των αγώνων και των αντιστάσεων εμπεριέχει τις δυνατότητες ανακατασκευής της πολιτικής συνείδησης, δηλαδή της ικανότητας της κοινωνίας να επαναπολιτικοποιείται. Ωστόσο, ο συνδικαλισμός, για παράδειγμα, των μισθωτών, τα κινήματα των πολιτών αντιμετωπίζουν πραγματικές δυσκολίες να εδραιωθούν ως κεντρικοί κοινωνικοί παίχτες, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την πορεία των πραγμάτων. Για να αναφερθούμε πιο συγκεκριμένα στο συνδικαλιστικό κίνημα, γνωρίζουμε καλά ότι, τουλάχιστον στη Γαλλία, το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει δεν είναι πρόβλημα νομιμοποίησης αλλά αποτελεσματικότητας. Ωστόσο, και εδώ έγκειται η διαφορά, που κατά κάποιον τρόπο ψαλιδίζει την αρχική αισιοδοξία, οι αγώνες είναι συχνά κατακερματισμένοι, ασυνεχείς, χωρίς να είναι ταυτόχρονα κοινωνικά ορατοί. Αυτοί οι αγώνες δεν αθροίζονται βάσει μιας σωρευτικής διαδικασίας, στην ουσία έχουμε να κάνουμε με αντιστάσεις οριοθετημένες, απορροφήσιμες, χωρίς συντονισμό, χωρίς διαδραστικές ανταλλαγές. Κυρίως, δεν καταλήγουν σε μια ενοποίηση της κινηματικής εμπειρίας και της πολιτικής συνειδητοποίησης.
Η πολιτική ενοποίηση
της κοινωνίας
της κοινωνίας
Είναι αναγκαίο να ξεκινήσουμε από τον κατακερματισμό της κοινωνίας, από την απομόνωση, το διαμελισμό του κοινωνικού σώματος, την έλλειψη επικοινωνίας των συστατικών στοιχείων του κοινωνικού ιστού. Ο ρόλος των πολιτικών δυνάμεων είναι να συγκροτήσουν κοινά στοιχεία αναφοράς των κινημάτων, δείχνοντας ότι είναι δυνατόν να υπάρξουν εναλλακτικές ρυθμίσεις και λύσεις στα σημερινά αδιέξοδα. Ένα τέτοιο έργο επεξεργασίας δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο αν αφουγκραστούμε τις ζωτικές ανάγκες του πληθυσμού, απορρίπτοντας αποφασιστικά τον αυτοεγκλωβισμό των κομματικών μηχανισμών που έχουν την τάση να αυτοαναδιπλώνονται. Είναι αναγκαίο τα συνδικάτα και τα προοδευτικά κόμματα να δουλέψουν προς αυτήν την κατεύθυνση ενοποίησης κοινών πολιτικών στόχων.
Καταρχάς είναι αναγκαίο να απαγκιστρωθούμε από ένα σύνδρομο κατωτερότητας απέναντι στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο και να γίνουμε ικανοί να ξαναλέμε κάποιες «κακές» λέξεις, όπως διεθνισμός, συνεργασία αντί για ανταγωνισμός, κοινωνική χειραφέτηση και, γιατί όχι, σοσιαλισμός. Πώς μπορεί να επαναθεμελιωθεί ένα πολιτικό πρόγραμμα που να βάζει στην ημερήσια διάταξη τον κοινωνικό μετασχηματισμό; Δεν διαθέτουμε σήμερα μια απάντηση ή τουλάχιστον μια ικανοποιητική απάντηση. Μπορούμε να περιγράψουμε σε ιδεολογικό επίπεδο το επιθυμητό, αλλά δεν υπάρχουν, στη σημερινή συγκυρία, συλλογικές δυνάμεις ικανές να το συλλαβίσουν, συγκεκριμένα, απτά, με κατάλληλους κοινωνικούς αποδέκτες και όχι μια αφηρημένη, διακηρυκτική, προπαγανδιστική λεξιλαγνεία.
Είμαστε λοιπόν σε θέση άμυνας, εξ ου και η ανάγκη να μιλήσουμε για εναλλακτική λύση, να βγούμε από τη συμβολική ποινικοποίηση ορισμένων λέξεων που έχουν καταστεί ταμπού. Αυτή η μάχη για τις λέξεις δεν είναι μια λεκτική μάχη, αλλά μια πολιτική μάχη. Είναι εν τέλει αναγκαίο να επαναπολιτικοποιηθεί η ρήση του νέου, του ανέκδοτου. Ένα σχέδιο πολιτικού μετασχηματισμού δεν μπορεί να είναι αξιόπιστο, αν δεν οικοδομείται και δεν το επεξεργαζόμαστε μέσα στην κίνηση της πραγματικής κοινωνίας. Με τη συμμετοχή, δηλαδή, όλων εκείνων που είναι ενταγμένοι στα συνδικάτα, στις ενώσεις πολιτών, στους συλλόγους, στα κόμματα, αλλά επίσης και κυρίως με τη συμμετοχή όλων εκείνων που βρίσκονται μακριά από τη θεσμική πολιτική, μακριά από τους σημερινούς πολιτικούς σχηματισμούς. Αυτή η προσέγγιση εκφράζει την ανάγκη ανοίγματος προς μια κοινωνία εν κινήσει και όχι την επαναδιοργάνωση ενός πολιτικού σχηματισμού σε ένα περιχαρακωμένο και υποτιθέμενο ριζοσπαστικό χώρο. Πρόκειται για ένα τρόπο ανακάλυψης εκ νέου της πολιτικής, αναζωογόνησης του ενδιαφέροντος για πολιτική στράτευση, συμμετοχής για τη συγκεκριμενοποίηση ενός σχεδίου ανθρώπινης χειραφέτησης. Για να θεμελιωθεί αυτή η διαδικασία είναι απαραίτητο να ορίσουμε βασικούς πολιτικούς στόχους και να συγκροτήσουμε εργοτάξια πολιτικής ανασύστασης.
Καταρχάς είναι αναγκαίο να απαγκιστρωθούμε από ένα σύνδρομο κατωτερότητας απέναντι στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο και να γίνουμε ικανοί να ξαναλέμε κάποιες «κακές» λέξεις, όπως διεθνισμός, συνεργασία αντί για ανταγωνισμός, κοινωνική χειραφέτηση και, γιατί όχι, σοσιαλισμός. Πώς μπορεί να επαναθεμελιωθεί ένα πολιτικό πρόγραμμα που να βάζει στην ημερήσια διάταξη τον κοινωνικό μετασχηματισμό; Δεν διαθέτουμε σήμερα μια απάντηση ή τουλάχιστον μια ικανοποιητική απάντηση. Μπορούμε να περιγράψουμε σε ιδεολογικό επίπεδο το επιθυμητό, αλλά δεν υπάρχουν, στη σημερινή συγκυρία, συλλογικές δυνάμεις ικανές να το συλλαβίσουν, συγκεκριμένα, απτά, με κατάλληλους κοινωνικούς αποδέκτες και όχι μια αφηρημένη, διακηρυκτική, προπαγανδιστική λεξιλαγνεία.
Είμαστε λοιπόν σε θέση άμυνας, εξ ου και η ανάγκη να μιλήσουμε για εναλλακτική λύση, να βγούμε από τη συμβολική ποινικοποίηση ορισμένων λέξεων που έχουν καταστεί ταμπού. Αυτή η μάχη για τις λέξεις δεν είναι μια λεκτική μάχη, αλλά μια πολιτική μάχη. Είναι εν τέλει αναγκαίο να επαναπολιτικοποιηθεί η ρήση του νέου, του ανέκδοτου. Ένα σχέδιο πολιτικού μετασχηματισμού δεν μπορεί να είναι αξιόπιστο, αν δεν οικοδομείται και δεν το επεξεργαζόμαστε μέσα στην κίνηση της πραγματικής κοινωνίας. Με τη συμμετοχή, δηλαδή, όλων εκείνων που είναι ενταγμένοι στα συνδικάτα, στις ενώσεις πολιτών, στους συλλόγους, στα κόμματα, αλλά επίσης και κυρίως με τη συμμετοχή όλων εκείνων που βρίσκονται μακριά από τη θεσμική πολιτική, μακριά από τους σημερινούς πολιτικούς σχηματισμούς. Αυτή η προσέγγιση εκφράζει την ανάγκη ανοίγματος προς μια κοινωνία εν κινήσει και όχι την επαναδιοργάνωση ενός πολιτικού σχηματισμού σε ένα περιχαρακωμένο και υποτιθέμενο ριζοσπαστικό χώρο. Πρόκειται για ένα τρόπο ανακάλυψης εκ νέου της πολιτικής, αναζωογόνησης του ενδιαφέροντος για πολιτική στράτευση, συμμετοχής για τη συγκεκριμενοποίηση ενός σχεδίου ανθρώπινης χειραφέτησης. Για να θεμελιωθεί αυτή η διαδικασία είναι απαραίτητο να ορίσουμε βασικούς πολιτικούς στόχους και να συγκροτήσουμε εργοτάξια πολιτικής ανασύστασης.
Οι νέοι και η πολιτική
Η σχέση των νέων με την πολιτική είναι μια εμβληματική αλλά όχι μια μοναδική περίπτωση. Η νέα γενιά ταλαντεύεται ανάμεσα στη συλλογική μάθηση και στην αναζήτηση ατομικής εκπλήρωσης. Έχει άμεση πρόσβαση στην κοινωνία της γνώσης και προσδοκά κοινωνική αναγνώριση. Ωστόσο, η έλευση της κρίσης αποκαλύπτει το εύθραυστο του κοινωνικού στάτους της νεολαίας, καθιστά αδιόρατη την προεκβολή του επαγγελματικού της μέλλοντος, ενισχύει την προσωρινή απασχόληση, μειώνει τις αξιώσεις σε κοινωνικό επίπεδο, γενικεύει το καθεστώς των εργαζομένων μιας χρήσης, εξαπλώνει την τάση αναμονής, εξωθεί στο να αποδεχόμαστε το απαράδεκτο. Το βλέμμα της νεολαίας σε σχέση με τους μηχανισμούς και τις συνθήκες πρόκλησης της κρίσης είναι γεμάτο ερωτηματικά. Δεν γίνεται αντιληπτο από τη νεολαία πώς η λειτουργία των χρηματιστικών αγορών κατέληξε να απορρυθμίσει την πραγματική οικονομία. Ωστόσο, στη μεγάλη τους πλειοψηφία οι νέοι θεωρούν ότι η έλευση της κρίσης συνιστά μια ξαφνική επιστροφή στην αρχή της πραγματικότητας, δηλαδή στο γεγονός ότι το οικονομικό σύστημα είχε γίνει όντως ανισόρροπο, παράλογο, ανεξέλεγκτο.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο η σχέση των νέων με την πολιτική γίνεται απτή, συγκεκριμένη. Ποιες είναι οι ευκαιρίες και οι συνθήκες συμμετοχής τους στην πολιτική δράση, με τη γενική έννοια του όρου, για να υπερασπιστεί την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τη δημοκρατία και το κοινό αγαθό; Είναι σαφές ότι τα πολιτικά κόμματα δεν είναι επαρκώς ευαισθητοποιημένα για να προσεγγίσουν επαρκώς αυτές τις αξιώσεις της νέας γενιάς. Αυτή η διαπίστωση ισχύει ακόμα και για την ικανότητά τους να ανανεώνονται σε οργανωτικό επίπεδο με βάση πολιτικά ανοίγματα στη νεολαία, γιατί ακριβώς είναι ανίκανα να καταλάβουν τι θα μπορούσε να σημαίνει σήμερα να κάνουμε πολιτική στην εποχή των πολιτικών δικτύων, του facebook. Πώς να μειώσουμε το χάσμα ανάμεσα στη διατύπωση του ευκταίου και την αξιολόγηση του εφικτού; Ποιοι πρέπει να είναι οι άξονες της πολιτικής ανασύνθεσης, ούτως ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι νέες μορφές πολιτικοποίησης που διαπερνούν τη νέα γενιά; Ποιο πολιτικό ρόλο μπορούν να παίξουν πιο προοδευτικοί πολιτικοί σχηματισμοί που εγγράφονται σε αυτήν την κατεύθυνση;
Σε αυτό ακριβώς το σημείο η σχέση των νέων με την πολιτική γίνεται απτή, συγκεκριμένη. Ποιες είναι οι ευκαιρίες και οι συνθήκες συμμετοχής τους στην πολιτική δράση, με τη γενική έννοια του όρου, για να υπερασπιστεί την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τη δημοκρατία και το κοινό αγαθό; Είναι σαφές ότι τα πολιτικά κόμματα δεν είναι επαρκώς ευαισθητοποιημένα για να προσεγγίσουν επαρκώς αυτές τις αξιώσεις της νέας γενιάς. Αυτή η διαπίστωση ισχύει ακόμα και για την ικανότητά τους να ανανεώνονται σε οργανωτικό επίπεδο με βάση πολιτικά ανοίγματα στη νεολαία, γιατί ακριβώς είναι ανίκανα να καταλάβουν τι θα μπορούσε να σημαίνει σήμερα να κάνουμε πολιτική στην εποχή των πολιτικών δικτύων, του facebook. Πώς να μειώσουμε το χάσμα ανάμεσα στη διατύπωση του ευκταίου και την αξιολόγηση του εφικτού; Ποιοι πρέπει να είναι οι άξονες της πολιτικής ανασύνθεσης, ούτως ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι νέες μορφές πολιτικοποίησης που διαπερνούν τη νέα γενιά; Ποιο πολιτικό ρόλο μπορούν να παίξουν πιο προοδευτικοί πολιτικοί σχηματισμοί που εγγράφονται σε αυτήν την κατεύθυνση;
Επαναθεμελίωση
της πολιτικής
της πολιτικής
Βάζω επίτηδες αυτά τα ερωτηματικά, γιατί, κατά τη γνώμη μου, αποτελούν το βασικό άξονα επαναθεμελίωσης της πολιτικής πέρα από εκλογικά φλερτ που τα πολιτικά κόμματα θέλουν να επιχειρήσουν για να πάρουν με το μέρος τους τη νεολαία. Μια άλλη πτυχή της προσέγγισης είναι η δυνατότητα να προσεγγίσουμε τα μεγάλα εργοτάξια της αλλαγής. Για παράδειγμα, ποιος δημόσιος χρηματιστικός πόρος θα έπρεπε να συγκροτηθεί για να στηριχθεί ένα πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων και να υπερασπιστούμε το γενικό συμφέρον σε μια μακροπρόθεσμη βάση; Σε ό,τι αφορά το θέμα των δημόσιων υπηρεσιών είναι επείγον να αντιστραφεί το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο μοντέλο και να αξιοποιηθούν οι δημόσιες υπηρεσίες με επιθετικό τρόπο, δηλαδή πέρα από την απλή υπεράσπιση της υπάρχουσα κατάστασης, όπως είναι το νομικό καθεστώς ή το στάτους των εργαζομένων στους δημόσιους χώρους. Αυτό ισχύει φυσικά και για την ανάγκη να επεκταθούν τα δικαιώματα των εργαζομένων στο πλαίσιο των διοικητικών συμβουλίων των επιχειρήσεων, οι αρμοδιότητες των συλλόγων κ.λπ. Όλη αυτή η διαδικασία συνεπάγεται άμεση παρέμβαση στη διαχείριση και στους πολιτικούς προσανατολισμούς για να ξεπεραστούν οι στενές λογικές εκπροσώπησης που χαρακτηρίζουν το δυτικοευρωπαϊκό φιλελευθερισμό, τόσο σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο ευρωπαϊκής και παγκόσμιας διακυβέρνησης.
Είναι ακόμα πιο επιτακτικό να προχωρήσουμε σήμερα σε αυτήν την κατεύθυνση στο βαθμό που παρατηρείται υπερεκπροσώπηση των εξουσιών σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε επίπεδο G20, που επιτείνει την κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης σε εθνικό επίπεδο. Αυτό φυσικά προϋποθέτει μια διαφορετική κουλτούρα, διαφορετικές αξίες βασισμένες στην αλληλεγγύη και όχι στον ανταγωνισμό. Πρόκειται για το ερώτημα ενός νέου πολιτισμού που βασίζεται στη μοιρασιά της δημιουργικότητας, της συλλογικής επινοητικότητας όχι μόνο ενός τμήματος της κοινωνίας αλλά ολάκερης της ανθρωπότητας. Αυτό για μένα είναι το ιστορικό στοίχημα του κοινωνικού σχηματισμού που μας θέτει η κρίση.
Είναι ακόμα πιο επιτακτικό να προχωρήσουμε σήμερα σε αυτήν την κατεύθυνση στο βαθμό που παρατηρείται υπερεκπροσώπηση των εξουσιών σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε επίπεδο G20, που επιτείνει την κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης σε εθνικό επίπεδο. Αυτό φυσικά προϋποθέτει μια διαφορετική κουλτούρα, διαφορετικές αξίες βασισμένες στην αλληλεγγύη και όχι στον ανταγωνισμό. Πρόκειται για το ερώτημα ενός νέου πολιτισμού που βασίζεται στη μοιρασιά της δημιουργικότητας, της συλλογικής επινοητικότητας όχι μόνο ενός τμήματος της κοινωνίας αλλά ολάκερης της ανθρωπότητας. Αυτό για μένα είναι το ιστορικό στοίχημα του κοινωνικού σχηματισμού που μας θέτει η κρίση.
* Ο Μ. Βακαλούλης είναι καθηγητής κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο Παρίσι VIII. Το κείμενο που δημοσιεύουμε είναι από την ομιλία του, που εκφωνήθηκε στο συνέδριο του ΚΕΑ για το χρέος, που διοργανώθηκε την περασμένη εβδομάδα στην Αθήνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου