Η πρώτη μεγάλη συνάντηση-κινητοποίηση σε πανελλαδική κλίμακα έγινε με την γενική απεργία της 23ης Φεβρουαρίου. Η απεργία αυτή σημαδεύεται από ορισμένα στοιχεία που πρέπει, οπωσδήποτε, να επισημανθούν.
Πρώτο είναι η μαζικότητα και η συμμετοχή στις συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις σε ολόκληρη τη χώρα. Σαφώς μεγαλύτερη από αυτήν της 15/12/2010 και σε μερικές πόλεις η συμμετοχή ήταν ίσως και μεγαλύτερη από αυτήν της 5ης Μαΐου 2010. Είναι το 8ο μεγάλο ραντεβού, η 8η γενική απεργία από την είσοδο στον… αστερισμό της τρόικας και αυτό, βεβαίως, δεν είναι ένα στοιχείο χωρίς σημασία. Είναι η πρώτη γενική απεργία του 2011 σε μια περίοδο που τα αντιλαϊκά μέτρα και ξεπουλήματα θα κλιμακωθούν και θα τροφοδοτήσουν περισσότερη οργή και αγανάκτηση. Η γενική απεργία ξαναποκτά το νόημά της, πολλά μαγαζιά κλείνουν σε συμπαράσταση, μεγαλώνει η συμμετοχή και η αλληλεγγύη μέσα στον κόσμο. Αλλάζει το κλίμα.
Στην απεργία και τη διαδήλωση είχαν μια ισχυρή παρουσία συνδικάτα και σωματεία και ξεχώρισαν μερικά από αυτά: ΟΛΜΕ, Μέσα Μεταφοράς, ΔΕΗ τα οποία ήταν μαζικότατα και καλά οργανωμένα. Παράλληλα, υπήρχαν μπλοκ από τις πρόσφατες κινητοποιήσεις, όπως αυτό της Κερατέας ή του κινήματος Δεν Πληρώνω που καταχειροκροτήθηκαν και υπήρξαν ιδιαίτερα αγωνιστικά και ζωντανά. Πολλές δημοτικές κινήσεις του Λεκανοπεδίου είχαν ξεχωριστή παρουσία, όπως και σωματεία σε χώρους της νέας επισφάλειας. Στην κεφαλή της πορείας υπήρχε μπλοκ της Σπίθας, που έκανε την πρώτη της παρουσία σε διαδήλωση-απεργία.
Το κεντρικό ζήτημα που αναδείχθηκε ως ανάγκη αλλά και ως πράξη ήταν η αναζήτηση μιας πρακτικής στάσης που να σημαίνει κάτι παραπάνω από την απλή πορεία και τη γρήγορη-γρήγορη διέλευση από τον χώρο της Πλατείας Συντάγματος (ΠΑΜΕ) ή το πέρασμα από το Σύνταγμα υπό βροχή δακρυγόνων και χημικών για να μη υπάρξει καθόλου δυνατότητα να παραμείνει και να διαμαρτυρηθεί ο κόσμος στην Πλατεία Συντάγματος. Η ιδέα «Πάμε και μένουμε στο Σύνταγμα», που είχε εκφραστεί και σε παλιότερες κινητοποιήσεις, άρχισε να απασχολεί διάφορες κινήσεις, να ζυμώνεται και να υποστηρίζεται από κινήσεις και άτομα. Αυτή η ιδέα είχε τρομάξει την κυβέρνηση που σχεδίασε την αποτροπή μιας τέτοιας εξέλιξης και τα ΜΜΕ φρόντισαν από μέρες να καλλιεργήσουν ανάλογο κλίμα.
Η κυβέρνηση προσπάθησε να αποτρέψει μια μαζική συγκέντρωση στο Σύνταγμα, κυρίως χτυπώντας την πορεία σε διάφορα μέρη και πνίγοντας κάθε πρόσβαση προς το Σύνταγμα και, βεβαίως, την ίδια την πλατεία στα χημικά. Παράλληλα, έκλεισε για πρώτη φορά 3 σταθμούς του μετρό (Σύνταγμα, Πανεπιστήμιο και Ομόνοια) εμποδίζοντας κάθε μετακίνηση και κάθε πρόσβαση προς το Σύνταγμα.
Παρ’ όλα αυτά, ήταν χιλιάδες ο κόσμος που από νωρίς είχε μαζευτεί στο Σύνταγμα και οι διαδηλωτές που παρέμειναν, παρά το βομβαρδισμό των χημικών. Έτσι, δημιουργήθηκε μια παρακαταθήκη για τις επόμενες φορές, μια και το Κοινοβούλιο είναι ο τόπος όπου ψηφίζονται όλοι οι αντιδραστικοί νόμοι ή επικυρώνονται -έστω τυπικά- οι αποφάσεις της τρόικας.
Μετά από καιρό η ΓΣΕΕ πήρε μέρος στην πορεία με ξεχωριστό πανό, ενώ καλού κακού είχε φτιάξει και μια περιφρούρηση που κρατούσε λευκές σημαίες σε κονταράκια πάσης χρήσεως. Οι διαδηλωτές, φυσικά, δεν ασχολήθηκαν μαζί της. Υπάρχει, όμως, ένα σοβαρό ζήτημα. Παρά την κατάπτυστη στάση του υποταγμένου συνδικαλισμού και ειδικά της ΓΣΕΕ, το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα, το λαϊκό κίνημα δεν έχει αναδείξει όργανα και μορφές συντονισμού που να ξεπερνούν τον υποταγμένο συνδικαλισμό και έτσι ακόμα και για τα μεγάλα ραντεβού, τις γενικές απεργίες, να χρειάζεται η απόφαση των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ. Παράλληλα, η σποραδικότητα αυτών των απεργιών και η έλλειψη πολιτικών αιχμών, η έλλειψη κλιμάκωσης δεν οδηγούν σε κορύφωση και ένταση της πάλης αλλά σε μια εκτόνωση των αγωνιστικών διαθέσεων και πέρασμα της μοιρολατρικής αντίληψης πως δεν γίνεται τίποτα σοβαρό.
Αυτή η κατάσταση, σε συνδυασμό με την στάση της Αριστεράς που αδυνατεί και δεν θέλει να βρει 3-4 κοινά σημεία σύγκλισης για κοινή δράση ενάντια στην τρόικα και την κυβέρνηση απογοητεύει τον κόσμο. Όμως, απογοήτευση εισπράττει ο κόσμος ιδιαίτερα από την πρακτική του ΠΑΜΕ να μην συναντιέται διόλου με το μεγαλύτερο μέρος των απεργιακών κινητοποιήσεων και να βαφτίζει τη δική του συγκέντρωση και δική του πορεία ως μοναδικό κίνημα (ο πρωτοσέλιδος τίτλος του Ριζοσπάστη την επομένη της απεργίας ήταν «Απεργιακή λαοθάλασσα όλη η χώρα με το ΠΑΜΕ», ενώ η υπόλοιπη πορεία σαν να ήταν απλά η «συγκέντρωση του Μουσείου» που λειτουργεί σαν μαξιλάρι για τα επεισόδια-προβοκάτσια που ακολουθούν) απογοητεύουν κόσμο και αποκλιμακώνουν τον αγώνα.
Συμπερασματικά, η γενική απεργία είχε μαζικότητα, είχε ενδείξεις ενός αναδυόμενου ριζοσπαστισμού σε επίπεδο συνείδησης, διάθεσης και πράξης που κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις και με την αναγκαία πολιτικοποίηση μπορεί να δημιουργήσει νέα δεδομένα ανάταξης του λαϊκού κινήματος και πονοκεφάλους στην κυβέρνηση, την τρόικα και τους κάθε λογής γραφειοκράτες. Κάποια βήματα σε θετική κατεύθυνση έγιναν.
Παραμένει, όμως, το έλλειμμα της κλιμάκωσης και αποτελεσματικότητας του αγώνα.
Στην απεργία και τη διαδήλωση είχαν μια ισχυρή παρουσία συνδικάτα και σωματεία και ξεχώρισαν μερικά από αυτά: ΟΛΜΕ, Μέσα Μεταφοράς, ΔΕΗ τα οποία ήταν μαζικότατα και καλά οργανωμένα. Παράλληλα, υπήρχαν μπλοκ από τις πρόσφατες κινητοποιήσεις, όπως αυτό της Κερατέας ή του κινήματος Δεν Πληρώνω που καταχειροκροτήθηκαν και υπήρξαν ιδιαίτερα αγωνιστικά και ζωντανά. Πολλές δημοτικές κινήσεις του Λεκανοπεδίου είχαν ξεχωριστή παρουσία, όπως και σωματεία σε χώρους της νέας επισφάλειας. Στην κεφαλή της πορείας υπήρχε μπλοκ της Σπίθας, που έκανε την πρώτη της παρουσία σε διαδήλωση-απεργία.
Το κεντρικό ζήτημα που αναδείχθηκε ως ανάγκη αλλά και ως πράξη ήταν η αναζήτηση μιας πρακτικής στάσης που να σημαίνει κάτι παραπάνω από την απλή πορεία και τη γρήγορη-γρήγορη διέλευση από τον χώρο της Πλατείας Συντάγματος (ΠΑΜΕ) ή το πέρασμα από το Σύνταγμα υπό βροχή δακρυγόνων και χημικών για να μη υπάρξει καθόλου δυνατότητα να παραμείνει και να διαμαρτυρηθεί ο κόσμος στην Πλατεία Συντάγματος. Η ιδέα «Πάμε και μένουμε στο Σύνταγμα», που είχε εκφραστεί και σε παλιότερες κινητοποιήσεις, άρχισε να απασχολεί διάφορες κινήσεις, να ζυμώνεται και να υποστηρίζεται από κινήσεις και άτομα. Αυτή η ιδέα είχε τρομάξει την κυβέρνηση που σχεδίασε την αποτροπή μιας τέτοιας εξέλιξης και τα ΜΜΕ φρόντισαν από μέρες να καλλιεργήσουν ανάλογο κλίμα.
Η κυβέρνηση προσπάθησε να αποτρέψει μια μαζική συγκέντρωση στο Σύνταγμα, κυρίως χτυπώντας την πορεία σε διάφορα μέρη και πνίγοντας κάθε πρόσβαση προς το Σύνταγμα και, βεβαίως, την ίδια την πλατεία στα χημικά. Παράλληλα, έκλεισε για πρώτη φορά 3 σταθμούς του μετρό (Σύνταγμα, Πανεπιστήμιο και Ομόνοια) εμποδίζοντας κάθε μετακίνηση και κάθε πρόσβαση προς το Σύνταγμα.
Παρ’ όλα αυτά, ήταν χιλιάδες ο κόσμος που από νωρίς είχε μαζευτεί στο Σύνταγμα και οι διαδηλωτές που παρέμειναν, παρά το βομβαρδισμό των χημικών. Έτσι, δημιουργήθηκε μια παρακαταθήκη για τις επόμενες φορές, μια και το Κοινοβούλιο είναι ο τόπος όπου ψηφίζονται όλοι οι αντιδραστικοί νόμοι ή επικυρώνονται -έστω τυπικά- οι αποφάσεις της τρόικας.
Μετά από καιρό η ΓΣΕΕ πήρε μέρος στην πορεία με ξεχωριστό πανό, ενώ καλού κακού είχε φτιάξει και μια περιφρούρηση που κρατούσε λευκές σημαίες σε κονταράκια πάσης χρήσεως. Οι διαδηλωτές, φυσικά, δεν ασχολήθηκαν μαζί της. Υπάρχει, όμως, ένα σοβαρό ζήτημα. Παρά την κατάπτυστη στάση του υποταγμένου συνδικαλισμού και ειδικά της ΓΣΕΕ, το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα, το λαϊκό κίνημα δεν έχει αναδείξει όργανα και μορφές συντονισμού που να ξεπερνούν τον υποταγμένο συνδικαλισμό και έτσι ακόμα και για τα μεγάλα ραντεβού, τις γενικές απεργίες, να χρειάζεται η απόφαση των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ. Παράλληλα, η σποραδικότητα αυτών των απεργιών και η έλλειψη πολιτικών αιχμών, η έλλειψη κλιμάκωσης δεν οδηγούν σε κορύφωση και ένταση της πάλης αλλά σε μια εκτόνωση των αγωνιστικών διαθέσεων και πέρασμα της μοιρολατρικής αντίληψης πως δεν γίνεται τίποτα σοβαρό.
Αυτή η κατάσταση, σε συνδυασμό με την στάση της Αριστεράς που αδυνατεί και δεν θέλει να βρει 3-4 κοινά σημεία σύγκλισης για κοινή δράση ενάντια στην τρόικα και την κυβέρνηση απογοητεύει τον κόσμο. Όμως, απογοήτευση εισπράττει ο κόσμος ιδιαίτερα από την πρακτική του ΠΑΜΕ να μην συναντιέται διόλου με το μεγαλύτερο μέρος των απεργιακών κινητοποιήσεων και να βαφτίζει τη δική του συγκέντρωση και δική του πορεία ως μοναδικό κίνημα (ο πρωτοσέλιδος τίτλος του Ριζοσπάστη την επομένη της απεργίας ήταν «Απεργιακή λαοθάλασσα όλη η χώρα με το ΠΑΜΕ», ενώ η υπόλοιπη πορεία σαν να ήταν απλά η «συγκέντρωση του Μουσείου» που λειτουργεί σαν μαξιλάρι για τα επεισόδια-προβοκάτσια που ακολουθούν) απογοητεύουν κόσμο και αποκλιμακώνουν τον αγώνα.
Συμπερασματικά, η γενική απεργία είχε μαζικότητα, είχε ενδείξεις ενός αναδυόμενου ριζοσπαστισμού σε επίπεδο συνείδησης, διάθεσης και πράξης που κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις και με την αναγκαία πολιτικοποίηση μπορεί να δημιουργήσει νέα δεδομένα ανάταξης του λαϊκού κινήματος και πονοκεφάλους στην κυβέρνηση, την τρόικα και τους κάθε λογής γραφειοκράτες. Κάποια βήματα σε θετική κατεύθυνση έγιναν.
Παραμένει, όμως, το έλλειμμα της κλιμάκωσης και αποτελεσματικότητας του αγώνα.
Γραμμένο από Ρούντι Ρινάλντι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου