Του
Άρι Καζάκου*
Η μεταπολεμική καταστατική - συνταγματική συνθήκη της ζωής και της δουλειάς μας έχει ανατραπεί με βίαιο τρόπο. Οι πολιτικές απαλλοτρίωσης του κοινωνικού πλούτου και αναδιανομής του υπέρ του κεφαλαίου δεν διαθέτουν πια για την επιβολή τους την πολυτέλεια των συναινέσεων, αρκούνται στη χρησιμοποίηση ωμής βίας. Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 η παγκοσμιοποίηση, που ποτέ δεν ήταν αυτό που υποσχόταν, οργανώνεται με τρόπο που οδηγεί αναπόδραστα στον σκληρό κοινωνικό πόλεμο που ζούμε.
Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ένα εργαλείο για την απόσπαση, κατά το δυνατόν, μεγαλύτερου μέρους της αξίας που παράγεται από την εργασία, όπως και η διαιτησία συλλογικών διαφορών, αντικαθίστανται από τις ατομικές συμβάσεις και το «διευθυντικό δικαίωμα» του εργοδότη. Η κοινωνία πληρώνει πανάκριβα τις εξουθενωτικές εξαρτήσεις της δικαιοσύνης, παρά τις αντιστάσεις εύψυχων δικαστών.
Η βία γίνεται κυρίαρχο στοιχείο (αυτο-)ρύθμισης των εργασιακών και γενικά των κοινωνικών σχέσεων. Οι συλλογικές συμβάσεις ως εργαλείο διεκδίκησης και ως μηχανισμός ελάττωσης της εγγενούς βίας των εργασιακών σχέσεων, των ατομικών συμβάσεων εργασίας και του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη καταστρέφονται. Η δικαιοσύνη ως (κρατικός) μηχανισμός επίλυσης διαφορών και, κατά τούτο, ελάττωσης της βίας δεν έχει αναλάβει, πλην εξαιρέσεων, τη λειτουργία που της εμπιστεύεται το σύνταγμα. Χωρίς τους μηχανισμούς ελάττωσης της βίας, στην κοινωνία δεν αφήνεται άλλη επιλογή από την αντιβία.
Ανταγωνιστικότητα και φτώχεια
Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας προβάλλεται ως λόγος της εσωτερικής υποτίμησης που επιβάλλεται στην Ελλάδα δια του περιορισμού του μισθολογικού κόστους. Σ΄ αυτό τείνουν όλες οι νομοθετικές μεταβολές, που μετατοπίζουν το κέντρο βάρους από τις συλλογικές στις ατομικές ρυθμίσεις, δηλαδή στη βία των ατομικών συμβάσεων εργασίας. Η λογική της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας είναι σαθρή. Πρώτα από όλα γιατί οι μισθοί στην Ελλάδα, και μάλιστα οι κλαδικοί μισθοί, δεν αποτελούν ανταγωνιστικό μειονέκτημα, αλλά, αντιθέτως, πλεονέκτημα. Αυτό συνομολογείται ακόμη και από τις κορυφαίες συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργοδοτών, οι πρόεδροι των οποίων έχουν κατά καιρούς παραδεχθεί ότι οι μισθοί στην Ελλάδα είναι, γενικά, χαμηλοί. Επιπλέον, οι μειώσεις μισθών ως μέσο βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων είναι απρόσφορες, όταν ανταγωνίστριες είναι όλες εκείνες οι επιχειρήσεις που στηρίζουν το πλεονέκτημά τους στην κτηνώδη εκμετάλλευση των εργαζομένων τους (στην Κίνα, την Ινδία, το Πακιστάν και αλλού). Και το γεγονός αυτό μας συνδέει με το γενετικό ελάττωμα στην καταστατική συνθήκη του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Να συνειδητοποιήσουμε τη ρίζα του προβλήματος: η ασύμμετρη, καθότι άνιση, παγκοσμιοποίηση, που βάζει τις χώρες της Δύσης να ανταγωνίζονται τους μισθούς της Κίνας και της Ινδίας, που επιβάλλει τη γενικευμένη φτώχεια ως συνταγή για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, παντού κι όχι μόνο στην Ελλάδα, που έχει επιπλέον και τις δικές της παθογένειες. Τη φτώχεια που είναι η τελική αιτία και ο λόγος των μεγάλων κρίσεων, όπου η υπερπροσφορά αγαθών αντικρίζεται με την υποκατανάλωση (λόγω φτώχειας).
Η εξαπάτηση του δήμου
Ξέρουμε τους αυτουργούς και τους συνεργούς του εγκλήματος. Είναι αυτοί που κάνουν και σήμερα κουμάντο στην «πόλη». Και ξέρουμε επίσης ότι το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας που τελείται εδώ και δύο περίπου δεκαετίες στον πλανήτη, το έγκλημα του νεοφιλελευθερισμού, δεν θα είχε γίνει αν δεν το είχε ανεχτεί ή και πριμοδοτήσει ο δήμος. Αλλά δεν πρέπει να παραβλέψουμε την τερατώδη παραπλάνηση, το φενακισμό και τη χειραγώγηση που υπέστησαν οι συνειδήσεις από μηχανισμούς τρομακτικής βίας όχι μόνο στο συμβολικό επίπεδο της γλώσσας και άρα και της συνείδησης αλλά και στους υλικούς όρους ύπαρξης των ανθρώπων. «Στην πραγματική ιστορία, όπως είναι γνωστό, η κατάκτηση, η υποταγή, ο φόνος και η ληστεία, εν συντομία η βία, παίζουν το μεγάλο ρόλο. Στην απαλή πολιτική οικονομία επικρατούσε από πάντα το ειδύλλιο ...» (K. Marx, Das Kapital, 1. Bd., 24. Kapitel (Die sogenannte urpruengliche Akkumulation).
Ούτε το πολίτευμα γλιτώνει βέβαια. Αυτή η λυμφατική και ολιγαρχική κοινοβουλευτική δημοκρατία συντρίβεται. Ποιος θυμάται πια τον ορισμό της δημοκρατίας στον Επιτάφιο του Περικλή: «... και ονομάζεται το πολίτευμα αυτό, επειδή δεν αποβλέπει στο συμφέρον των λίγων αλλά των πολλών, δημοκρατία...» (Θουκυδίδης, Ιστορία, βιβλίο Β, 37, μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλου, 2011, εκδ. Πόλις, σελ. 259).
Το να μιλήσει κανείς σήμερα για ελπίδα είναι δύσκολο. Ωστόσο η ελπίδα, ως ιστορική και όχι ως θεολογική κατηγορία, είμαστε εμείς. Δεν μας μένει παρά να υπερασπιστούμε το νόμο, τα ατομικά και κοινωνικά μας δικαιώματα. «Μάχεσθαι χρη τον δήμον υπέρ του νόμου όκωσπερ τείχεος» («Ο λαός πρέπει να υπερασπίζεται τον νόμο όπως μάχεται για τα τείχη της πόλης του» - Ηράκλειτος, H. Diehls / W. Kranz, Οι Προσωκρατικοί – Οι μαρτυρίες και τα αποσπάσματα, τόμ. Α΄ Β΄ έκδ., 2007, 348).
*Ο Άρις Καζάκος είναι καθηγητής Εργατικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.
Άρι Καζάκου*
Η μεταπολεμική καταστατική - συνταγματική συνθήκη της ζωής και της δουλειάς μας έχει ανατραπεί με βίαιο τρόπο. Οι πολιτικές απαλλοτρίωσης του κοινωνικού πλούτου και αναδιανομής του υπέρ του κεφαλαίου δεν διαθέτουν πια για την επιβολή τους την πολυτέλεια των συναινέσεων, αρκούνται στη χρησιμοποίηση ωμής βίας. Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 η παγκοσμιοποίηση, που ποτέ δεν ήταν αυτό που υποσχόταν, οργανώνεται με τρόπο που οδηγεί αναπόδραστα στον σκληρό κοινωνικό πόλεμο που ζούμε.
Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ένα εργαλείο για την απόσπαση, κατά το δυνατόν, μεγαλύτερου μέρους της αξίας που παράγεται από την εργασία, όπως και η διαιτησία συλλογικών διαφορών, αντικαθίστανται από τις ατομικές συμβάσεις και το «διευθυντικό δικαίωμα» του εργοδότη. Η κοινωνία πληρώνει πανάκριβα τις εξουθενωτικές εξαρτήσεις της δικαιοσύνης, παρά τις αντιστάσεις εύψυχων δικαστών.
Η βία γίνεται κυρίαρχο στοιχείο (αυτο-)ρύθμισης των εργασιακών και γενικά των κοινωνικών σχέσεων. Οι συλλογικές συμβάσεις ως εργαλείο διεκδίκησης και ως μηχανισμός ελάττωσης της εγγενούς βίας των εργασιακών σχέσεων, των ατομικών συμβάσεων εργασίας και του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη καταστρέφονται. Η δικαιοσύνη ως (κρατικός) μηχανισμός επίλυσης διαφορών και, κατά τούτο, ελάττωσης της βίας δεν έχει αναλάβει, πλην εξαιρέσεων, τη λειτουργία που της εμπιστεύεται το σύνταγμα. Χωρίς τους μηχανισμούς ελάττωσης της βίας, στην κοινωνία δεν αφήνεται άλλη επιλογή από την αντιβία.
Ανταγωνιστικότητα και φτώχεια
Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας προβάλλεται ως λόγος της εσωτερικής υποτίμησης που επιβάλλεται στην Ελλάδα δια του περιορισμού του μισθολογικού κόστους. Σ΄ αυτό τείνουν όλες οι νομοθετικές μεταβολές, που μετατοπίζουν το κέντρο βάρους από τις συλλογικές στις ατομικές ρυθμίσεις, δηλαδή στη βία των ατομικών συμβάσεων εργασίας. Η λογική της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας είναι σαθρή. Πρώτα από όλα γιατί οι μισθοί στην Ελλάδα, και μάλιστα οι κλαδικοί μισθοί, δεν αποτελούν ανταγωνιστικό μειονέκτημα, αλλά, αντιθέτως, πλεονέκτημα. Αυτό συνομολογείται ακόμη και από τις κορυφαίες συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργοδοτών, οι πρόεδροι των οποίων έχουν κατά καιρούς παραδεχθεί ότι οι μισθοί στην Ελλάδα είναι, γενικά, χαμηλοί. Επιπλέον, οι μειώσεις μισθών ως μέσο βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων είναι απρόσφορες, όταν ανταγωνίστριες είναι όλες εκείνες οι επιχειρήσεις που στηρίζουν το πλεονέκτημά τους στην κτηνώδη εκμετάλλευση των εργαζομένων τους (στην Κίνα, την Ινδία, το Πακιστάν και αλλού). Και το γεγονός αυτό μας συνδέει με το γενετικό ελάττωμα στην καταστατική συνθήκη του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Να συνειδητοποιήσουμε τη ρίζα του προβλήματος: η ασύμμετρη, καθότι άνιση, παγκοσμιοποίηση, που βάζει τις χώρες της Δύσης να ανταγωνίζονται τους μισθούς της Κίνας και της Ινδίας, που επιβάλλει τη γενικευμένη φτώχεια ως συνταγή για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, παντού κι όχι μόνο στην Ελλάδα, που έχει επιπλέον και τις δικές της παθογένειες. Τη φτώχεια που είναι η τελική αιτία και ο λόγος των μεγάλων κρίσεων, όπου η υπερπροσφορά αγαθών αντικρίζεται με την υποκατανάλωση (λόγω φτώχειας).
Η εξαπάτηση του δήμου
Ξέρουμε τους αυτουργούς και τους συνεργούς του εγκλήματος. Είναι αυτοί που κάνουν και σήμερα κουμάντο στην «πόλη». Και ξέρουμε επίσης ότι το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας που τελείται εδώ και δύο περίπου δεκαετίες στον πλανήτη, το έγκλημα του νεοφιλελευθερισμού, δεν θα είχε γίνει αν δεν το είχε ανεχτεί ή και πριμοδοτήσει ο δήμος. Αλλά δεν πρέπει να παραβλέψουμε την τερατώδη παραπλάνηση, το φενακισμό και τη χειραγώγηση που υπέστησαν οι συνειδήσεις από μηχανισμούς τρομακτικής βίας όχι μόνο στο συμβολικό επίπεδο της γλώσσας και άρα και της συνείδησης αλλά και στους υλικούς όρους ύπαρξης των ανθρώπων. «Στην πραγματική ιστορία, όπως είναι γνωστό, η κατάκτηση, η υποταγή, ο φόνος και η ληστεία, εν συντομία η βία, παίζουν το μεγάλο ρόλο. Στην απαλή πολιτική οικονομία επικρατούσε από πάντα το ειδύλλιο ...» (K. Marx, Das Kapital, 1. Bd., 24. Kapitel (Die sogenannte urpruengliche Akkumulation).
Ούτε το πολίτευμα γλιτώνει βέβαια. Αυτή η λυμφατική και ολιγαρχική κοινοβουλευτική δημοκρατία συντρίβεται. Ποιος θυμάται πια τον ορισμό της δημοκρατίας στον Επιτάφιο του Περικλή: «... και ονομάζεται το πολίτευμα αυτό, επειδή δεν αποβλέπει στο συμφέρον των λίγων αλλά των πολλών, δημοκρατία...» (Θουκυδίδης, Ιστορία, βιβλίο Β, 37, μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλου, 2011, εκδ. Πόλις, σελ. 259).
Το να μιλήσει κανείς σήμερα για ελπίδα είναι δύσκολο. Ωστόσο η ελπίδα, ως ιστορική και όχι ως θεολογική κατηγορία, είμαστε εμείς. Δεν μας μένει παρά να υπερασπιστούμε το νόμο, τα ατομικά και κοινωνικά μας δικαιώματα. «Μάχεσθαι χρη τον δήμον υπέρ του νόμου όκωσπερ τείχεος» («Ο λαός πρέπει να υπερασπίζεται τον νόμο όπως μάχεται για τα τείχη της πόλης του» - Ηράκλειτος, H. Diehls / W. Kranz, Οι Προσωκρατικοί – Οι μαρτυρίες και τα αποσπάσματα, τόμ. Α΄ Β΄ έκδ., 2007, 348).
*Ο Άρις Καζάκος είναι καθηγητής Εργατικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου