Εξοπλιστείτε νομικά
στους... «τυχαίους» ελέγχους
στους... «τυχαίους» ελέγχους
Οι τυχαίοι έλεγχοι για την “εξακρίβωση των στοιχείων ταυτότητας” είναι, όπως όλοι ξέρουμε, μια συνήθης πρακτική της αστυνομίας στην Ελλάδα. Η νομιμότητα της πρακτικής αυτής είναι αμφίβολη. Το ζήτημα της νομιμότητας αυτής της πρακτικής δεν έχει ρυθμιστεί με τυπικό νόμο και η αστυνομία βασίζει τον ισχυρισμό περί νομιμότητας των δράσης της στις ρυθμίσεις του Προεδρικού Διατάγματος 141/91.
Ωστόσο η επιβολή του ελέγχου σε πρόσωπα με κριτήριο την εξωτερική τους εμφάνιση, τα φυσιογνωμικά τους στοιχεία ή απλώς την παρουσία τους σε συγκεκριμένο χώρο εγείρει δικαιολογημένη υπόνοια για δυσμενή διακριτική μεταχείριση σε βάρος πολιτών λόγω των πολιτικών τους απόψεων (διαδηλωτές), των ενδυματολογικών τους επιλογών, της εθνικής τους καταγωγής (μετανάστες), της φυλής τους (τσιγγάνοι) κλπ, και επομένως παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης των πολιτών από τη διοίκηση. Παρά το γεγονός ότι η κριτική αυτή κατά τη γνώμη μας είναι απολύτως δικαιολογημένη, ωστόσο η αστυνομία δικαιολογεί την πρακτική της “πατώντας” στις διατάξεις του ΠΔ 141/91, που εκδόθηκε όταν η πολιτική εξουσία διαβεβαίωνε τους αστυνομικούς ότι “το κράτος είστε εσείς”.
Τα πράγματα είναι ωστόσο περισσότερο ξεκάθαρα όταν – παρά την επίδειξη της αστυνομικής ταυτότητας – τα αστυνομικά όργανα επιμένουν να περάσουμε μια βόλτα και από το τμήμα. Η διατύπωση του άρθρου 74 παρ. 15 περίπτ. θ΄ του ΠΔ 141/91 είναι η ακόλουθη: “το αρμόδιο όργανο οδηγεί στο αστυνομικό κατάστημα για εξέταση άτομα τα οποία στερούνται στοιχείων αποδεικτικών της ταυτότητάς τους ή τα οποία, εξαιτίας του τόπου, του χρόνου, των περιστάσεων και της συμπεριφοράς τους δημιουργούν υπόνοιες διάπραξης εγκληματικής ενέργειας» (η υπογράμμιση δική μας).
Επομένως η επίδειξη δελτίου αστυνομικής ταυτότητας θα έπρεπε (σύμφωνα και με το σχετικό πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη τον Ιούνιο του 2003) να απαλλάσσει τον ελεγχθέντα από το ενδεχόμενο προσαγωγής για πρόσθετη εξακρίβωση στοιχείων, “... αφού το αντίθετο επιτρέπεται μόνον αν η συμπεριφορά του (και όχι απλώς ο τόπος, ο χρόνος ή οι περιστάσεις) κινεί υπόνοιες”. Οι υπόνοιες, ωστόσο, της διάπραξης κάποιου αδικήματος θα πρέπει να είναι συγκεκριμένες και η αστυνομία φέρει το βάρος να αποδείξει τη συνδρομή των στοιχείων που δικαιολογούν τον περιορισμό του (σημαντικότερου) ατομικού δικαιώματος, δηλαδή της προσωπικής ελευθερίας. Διαφορετικά, υπάρχει περίπτωση κατάχρησης εξουσίας και παράνομης κατακράτησης, δηλαδή η αστυνομία διαπράττει ποινικό αδίκημα.
Στην πράξη, όταν η αστυνομία – παρά την επίδειξη της αστυνομικής μας ταυτότητας - επιμένει να μας οδηγήσει στο τμήμα, η λογική λέει ότι είναι σκοπιμότερη η κόσμια διαμαρτυρία προς αποφυγή περαιτέρω εμπλοκών, όπως η απαγγελία κατηγορίας για απείθεια, αντίσταση κατά της αρχής, εξύβριση κλπ. Είναι καλό ωστόσο να επιμένουμε συνεχώς ότι αυτή η ιδιότυπη κράτησή μας πρέπει να λήξει άμεσα προκειμένου να ασκηθεί πίεση προς την αστυνομία να μας αφήσει το συντομότερο. Και αφού φύγουμε από το τμήμα, θα ήταν σκόπιμο να αναφέρουμε το γεγονός προς κάθε ανεξάρτητη αρχή (π.χ. Συνήγορος του Πολίτη) ή κινηματική συλλογικότητα (π.χ. παρατηρητήριο αστυνομικής αυθαιρεσίας) ώστε να ασκηθεί η μεγαλύτερη δυνατή πίεση προκειμένου να εκλείψουν αυτές οι αυθαίρετες συμπεριφορές.
Βασίλης Παπαστεργίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου