Πριν από πολλά χρόνια –αλλά φαίνεται σαν να ήταν μόλις χθες– ο Καρλ Μαρξ σχολίαζε μία από τις πολλές επαναστατικές καταστάσεις που είχαν προκύψει στην ισπανική χερσόνησο και επρόκειτο, αρκετό διάστημα μετά το θάνατό του, να κορυφωθούν στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο του 20ού αιώνα. Αναλύοντας τις κινήσεις των μοναρχικών, των μετριοπαθών και των ριζοσπαστικών δυνάμεων το 1854 σε ένα αγγλόφωνο άρθρο με τίτλο Η αντίδραση στην Ισπανία, ο Μαρξ έρχεται να σχολιάσει την άθλια κατάσταση της ισπανικής δημόσιας οικονομίας, διαπιστώνοντας μεταξύ άλλων τα εξής: «Αυτός είναι ο φαύλος κύκλος στον οποίο είναι καταδικασμένες να κινούνται οι επαναστατικές κυβερνήσεις. Αναγνωρίζουν τα χρέη που έχουν συνάψει οι αντεπαναστατικοί προκάτοχοί τους ως εθνικές υποχρεώσεις. Για να μπορέσουν να τις πληρώσουν πρέπει να συνεχίσουν με τους παλιούς φόρους και να συνάψουν νέα δάνεια. Για να μπορέσουν να συνάψουν νέα δάνεια πρέπει να δώσουν εγγυήσεις για το “νόμο και την τάξη”, δηλαδή να λάβουν οι ίδιες αντεπαναστατικά μέτρα. Έτσι, η νέα λαϊκή κυβέρνηση μεταμορφώνεται μεμιάς στην υπηρέτρια των μεγάλων κεφαλαιοκρατών και σε δυνάστη του λαού».
Η συνάφεια αυτών των παρατηρήσεων με την ελληνική κατάσταση στην καμπή του 21ου αιώνα είναι μεν ανέλπιδα προφανής, αλλά δεν πρέπει επ’ ουδενί να ληφθεί toto coelo σε όλα τα στοιχεία της: ενώ η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας για την περίοδο 2004-2009 άνετα θα μπορούσε (και μεταξύ των φορέων της θα ήθελε) να χαρακτηριστεί όχι απλώς «αντεπαναστατική» (μια και η προηγούμενη από αυτήν κυβέρνηση Σημίτη μόνο την επανάσταση δεν είχε γράψει στη σημαία της) αλλά καταστρεπτική σε όλες τις διαστάσεις της όσον αφορά τη διαχείριση της υλικής αναπαραγωγής της χώρας, η υφιστάμενη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί, ούτε με την καλύτερη πρόθεση, να προσλάβει χαρακτήρα επαναστατικής κυβέρνησης – και αυτό όχι μόνο επειδή προέκυψε από κοινοβουλευτικές εκλογές, σε αντίθεση με τις στρατιωτικές επεμβάσεις της σχολιαζόμενης από τον Μαρξ Ισπανίας. Ο οποιοσδήποτε ουσιώδης χαρακτηρισμός της κυβέρνησης περνά αναπόφευκτα από την αντιμετώπιση του παλαιού μεν αλλά σαφώς νεωτερικού προβλήματος που εντοπίζει ο Μαρξ: η αναγνώριση του δημοσίου χρέους ως «εθνικής υποχρέωσης» από την πλευρά της κυβέρνησης και η ενεργοποίηση του φαύλου κύκλου μεταξύ φορολογίας και χρέους αποτελεί όχι μόνο στο ιστορικό παρόν αλλά σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξης του ελληνικού κράτους το μόνιμο πεδίο του ουσιαστικού ελέγχου της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής. Το ιδιάζον χαρακτηριστικό του δημόσιου χρέους είναι ότι συνδυάζει την άυλη υπόσταση με μια (φαινομενικά τουλάχιστον) άκαμπτη αναγκαιότητα, ενώ, πραγματοποιώντας με αντεστραμμένο τρόπο τους συλλογισμούς πλείστων όσων φιλοσόφων αναφορικά με τον κοινωνικό χρόνο, βαδίζει με γιγάντια αλλά τελείως αθόρυβα βήματα στο μέλλον, καταλαμβάνοντας εκεί κεντρική και άνετη θέση περιμένοντας την εκάστοτε «νέα γενιά» να ξεκινήσει την υπηρεσία της απέναντί του• δεν υπάρχει άλλωστε καμία αυταπάτη επ’ αυτού: οι εργατικοί μισθοί των επόμενων γενεών είναι ήδη υποθηκευμένοι (και συνεπώς αφ’ εαυτών υπονομευμένοι) σε ένα σημαντικό ποσοστό τους στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, η ύστατη κατάληξη του οποίου όσον αφορά την παρούσα ελληνική κατάσταση είναι τα θησαυροφυλάκια της Credit Suisse, της Deutsche Bank, της HSBC, της SGCIB και της διπλά εθνικά υπερήφανης Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας. Είναι αξιοπερίεργο: ενώ η συζήτηση για τον τρόπο εισαγωγής της εκάστοτε νέας γενιάς στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα διαρκεί χρόνια και δεν γεννά αποτελέσματα, η είσοδος της κάθε νέας γενιάς στην εξυπηρέτηση του χρέους γίνεται σιωπηλά, με «εύτακτο» τρόπο και περιλαμβάνει πολύ μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων από τη στρατιωτική θητεία. Η εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους δεν γνωρίζει «γιωτάδες» και απαλλαγές, παρά μόνο ευάριθμους πιστωτές αφενός και έναν ολόκληρο πληθυσμό αφετέρου, ο βασικός σκοπός του οποίου, τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο φαίνεται να είναι η ευσεβής τήρηση του χρέους. Η κατάσταση αυτή εντείνεται, ξεπερνώντας τις ούτως ή άλλως συνοπτικές διαπιστώσεις του Μαρξ, αν ληφθεί υπ’ όψιν το μέγεθος της ιδιωτικής χρέωσης η οποία ανέρχεται για το 2009 στο 104,3% του ΑΕΠ (251 δισ. ευρώ). Έτσι, αναφορικά με τους υλικούς πόρους αναπαραγωγής της ελληνικής κοινωνίας, στα μάτια του παρατηρητή στην καμπή του 21ου αιώνα απλώνεται μια κλίμακα η οποία δεν είναι μεν η κλίμακα του Ιακώβ, δεν συνδέει τον ουρανό με τη γη (αλλά το παρελθόν με το παρόν) και δεν την ανεβοκατεβαίνουν «άγγελοι του Θεού» (αλλά ελάσσονες πολιτικές προσωπικότητες): τα αποθέματα των ασφαλιστικών ταμείων καταληστεύονται επί δεκαετίες, και δεν τιμωρείται κανείς• οι αποταμιεύσεις των μικροαστικών στρωμάτων απορροφούνται από τους χειρισμούς του χρηματιστηρίου, και δεν τιμωρείται κανείς• οι δημόσιοι πόροι του ελληνικού κράτους δεσμεύονται στην οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, τη μεγαλύτερη κερδοσκοπική επιχείρηση της μεταπολεμικής περιόδου, και δεν καλείται κανείς σε απολογία• τέλος (τέλος;), μη έχοντας τίποτε άλλο να δώσει, το μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας βρίσκει τον εαυτό του αποστερημένο από το ίδιο το μέλλον του, στο οποίο θα πρέπει να ζήσει εφόσον πληρώσει το δημόσιο χρέος• και δεν θα τιμωρηθεί κανείς γι’ αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου