Της
Μαρίας Καραμεσίνη*
Αυτή τη φορά δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Μόνο οι αδαείς και οι απληροφόρητοι αιφνιδιάστηκαν. Ο λόγος για τη μείωση του εθνικού κατώτατου μισθού, που είχε τεθεί από την προηγούμενη επίσκεψη της τρόικας τον περασμένο Οκτώβριο. Αφορμή ήταν η ονομαστική αύξηση κατά 2,6% του κατώτατου μισθού από τον ερχόμενο Ιούλιο, μετά την αύξηση κατά 1,6% τον περασμένο Ιούλιο, που θεωρήθηκε «προκλητική», όταν οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα υποχωρούν ραγδαία, δώρα και επιδόματα αδείας αλλά και δεδουλευμένα δεν καταβάλλονται από όλο και μεγαλύτερο αριθμό επιχειρήσεων και οι μετατροπές συμβάσεων πλήρους απασχόλησης σε εκ περιτροπής και μερική απασχόληση γενικεύονται με τεράστιες επιπτώσεις στις αμοιβές των εργαζομένων. Μια αύξηση που, όμως, στην πραγματικότητα υπολείπεται της μείωσης της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού κατά 5% τη διετία 2010-11 και της αναμενόμενης αύξησης του πληθωρισμού κατά 1%, επιπλέον, φέτος.
Με την αφορμή αυτή βγήκε πάλι στη φόρα, μέσω της τρόικας ως «υποβολέα» ή με ψευδή αναφορά σε δικές της «αδιαπραγμάτευτες» απαιτήσεις , το σύνολο των θεσμικών ανατροπών που ζητούν οι ελληνικές εργοδοτικές οργανώσεις (13ος και 14ος μισθός, τριετίες, μείωση βασικών μισθών κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας) με στόχο όχι μόνο την περικοπή του κόστους εργασίας άμεσα αλλά και την πλήρη ανατροπή του συστήματος διαμόρφωσης των μισθών, ώστε τα αποτελέσματα να είναι διαρκή και να λειτουργούν σε βάθος χρόνου. Αυτή η ανατροπή έχει απώτερο στόχο την εκθεμελίωση του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων και την οριστική συντριβή του συνδικαλιστικού κινήματος στη χώρα μας. Τον εν λόγω στόχο υπηρετούν με απόλυτη συνέπεια και συστηματικότητα το Μνημόνιο και το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα καθώς και το πλέγμα των συμφερόντων που τα στηρίζει και φροντίζει για την πιστή εφαρμογή τους: ηγεμονικές μερίδες εγχώριας αστικής τάξης, διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, ευρωπαϊκές πολυεθνικές επιχειρήσεις, ηγεμονικά κράτη της Ε.Ε. Στο παιχνίδι αυτό υπάρχουν οι «σκληροί» και οι «διαλλακτικοί» σε εναλλασσόμενους ρόλους, ανάλογα και με τον εσωτερικό πολιτικό ανταγωνισμό των κομμάτων και τις ισορροπίες. Όλοι είναι όμως χρήσιμοι.
Πρώτα θα μειώσουν τις εργοδοτικές εισφορές
Μπορεί λοιπόν οι τακτικοί ελιγμοί των κομμάτων της συγκυβέρνησης, των εργοδοτών και της ΓΣΕΕ να μετέφεραν προς το παρόν τη «διαπραγμάτευση» των κοινωνικών «εταίρων» από το πεδίο του κατώτατου μισθού σε εκείνο του μη μισθολογικού κόστους εργασίας δηλαδή των ασφαλιστικών εισφορών που ανέρχονται στο 43% του κατώτατου μισθού. Ωστόσο τα θέματα του κατώτατου μισθού, του 13ου και 14ου μισθού και των τριετιών στον ιδιωτικό τομέα δεν έχουν κλείσει. Θα επανέλθουν οπωσδήποτε με αφορμή επόμενη επίσκεψη της τρόικας, αφού θα έχουν μειωθεί κατά αρκετές ποσοστιαίες μονάδες οι εργοδοτικές εισφορές, γεγονός που συνεπάγεται άμεσα μεγαλύτερο οικονομικό όφελος για την εργοδοσία από το «πάγωμα» του κατώτατου μισθού. Με την προσφιλή και γνωστή τακτική: μπαράζ διεκδικήσεων για θεσμικές ανατροπές, με σκοπό να υλοποιούνται κάθε φορά μία ή δύο και να δίνεται η εντύπωση ότι αποφεύχθηκαν τα χειρότερα. Έτσι και με τον κατώτατο μισθό, του οποίου την κατάργηση είχαν ανακινήσει οι εργοδοτικές οργανώσεις αρκετές φορές την τελευταία δεκαετία. Δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα του, εφόσον τα κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνηση Παπαδήμου έχουν μπροστά τους εκλογές.
Αν και οι παρεμβάσεις στον κατώτατο μισθό μπορεί να πάρουν διαφορετικές μορφές (από απλό πάγωμα μέσω διαπραγμάτευσης και ad hoc περικοπή με νόμο μέχρι την οριστική του κατάργηση ως προϊόν συλλογικής διαπραγμάτευσης), αυτός σίγουρα αποτελεί το τελευταίο ανάχωμα του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων και διαμόρφωσης των μισθών, όπως το γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.
Κατώτατος μισθός, το τελευταίο ανάχωμα
Πρώτον, ο κατώτατος μισθός αφορά όχι μόνο αυτούς που αμείβονται με βάση αυτόν (περίπου 20% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα) αλλά έμμεσα και όλους αυτούς των οποίων οι αμοιβές είναι κάτω από αυτόν. Με βάση αυτόν διαμορφώνονται πλέον οι μισθοί των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας ηλικίας 15-24 ετών (80%), ενώ ακόμα και η διαμόρφωση των μισθών, κυρίως, των μεταναστών, σε ανειδίκευτες θέσεις εργασίας στην παραοικονομία έχουν αυτόν ως σημείο αναφοράς.
Δεύτερον, οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού και οι θεσμικές κατακτήσεις της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) αποτελούσαν και αποτελούν το κατώφλι, ενώ εκείνες των ΔΕΚΟ και της ΟΤΟΕ την οροφή για τις διαπραγματεύσεις των ομοιοεπαγγελματικών και κλαδικών συμβάσεων από τα κατά κανόνα αδύναμα συνδικάτα του ιδιωτικού τομέα. Με τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ και τραπεζών ουσιαστικά ακυρωμένα ως προς τη μισθολογική διαπραγμάτευση, τα μεν ΔΕΚΟ λόγω των νομοθετικών παρεμβάσεων του Μνημονίου και του Μεσοπρόθεσμου και της άμυνας κατά των μετατάξεων, εφεδρειών και ιδιωτικοποιήσεων, τα δε των τραπεζών λόγω της κήρυξης πολέμου από τη μεριά της εργοδοσίας εδώ και αρκετά χρόνια, οι μισθολογικές αυξήσεις της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, όσο μικρές και εάν είναι, αποτελούν το μοναδικό σημείο αναφοράς για τα συνδικάτα του ιδιωτικού τομέα στις δικές τους δύσκολες διαπραγματεύσεις και αγώνες για την υπεράσπιση των κεκτημένων τους (βλέπε την αμφισβήτηση της κλαδικής σύμβασης των Ξενοδοχειακών Υπαλλήλων από τον Σύνδεσμο Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων στο πλαίσιο της πρόσφατης συζήτησης).
Με λίγα λόγια, η συζήτηση για τον κατώτατο μισθό και τις θεσμικές κατακτήσεις της ΕΓΣΣΕ για τον 13ο και 14ο μισθό, τις τριετίες – και γύρευε τι άλλο ακόμα θα προκύψει – έχουν σημάνει την έναρξη της τελευταίας φάσης του πολέμου που έχουν ανοίξει οι «μνημονιακές δυνάμεις» κατά των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα και των συνδικάτων τους, απειλώντας τον κεντρικό πυρήνα του συστήματος, που αποτελεί το τελευταίο εμπόδιο στην απρόσκοπτη διαδικασία της «εσωτερικής υποτίμησης». Διότι λίγο-λίγο έχει αποκαλυφθεί το σχέδιο αυτών των δυνάμεων, που διατυπώνεται μέσα από τις γραμμές ήδη στο αρχικό κείμενο του Μνημονίου. Μόνο αφού η αξία της εργατικής δύναμης – όπως και της δημόσιας περιουσίας – υποτιμηθεί κατά 30-40% μέσα από την έλλειψη εναλλακτικών προοπτικών και χρηματοδοτικών μέσων – μόνο αφού οι καταστραμμένες μεσαίες τάξεις αναγκαστούν κι αυτές να ξεπουλήσουν τις μικροϊδιοκτησίες τους, τότε και μόνο τότε θα προκύψουν οι ξένοι και εγχώριοι «επενδυτές» που έχουν μεταφέρει έγκαιρα τα κεφάλαιά τους στο εξωτερικό και τους φορολογικούς παραδείσους για να «σώσουν» τη χώρα και τον ταπεινωμένο λαό της. Με το αζημίωτο βέβαια. Δεν έχει έρθει ακόμα αυτή η ώρα. Χρειάζεται η ανεργία να ανέβει στο 25-30%. Και πάλι βλέπουμε.
Η ανταγωνιστικότητα εξαρτάται από άλλους παράγοντες
Είναι φανερό ότι, εκτός από την επικοινωνία και την απειλή άσκησης νομοθετικής βίας, ο πόλεμος γίνεται και στο επίπεδο των ιδεών. Έτσι η μείωση των μισθών παρουσιάζεται ως άλλοθι για να σωθούν οι επιχειρήσεις, οι οποίες κατά τα άλλα βουλιάζουν λόγω ύφεσης, που τροφοδοτείται από τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και άλλων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων. Η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας μέσω της μείωσης των μισθών αποτελεί το άλλο κεντρικό επιχείρημα, που παρακάμπτει το γεγονός ότι οι βασικοί λόγοι μείωσης της τελευταίας κατά την τελευταία δεκαετία πριν από την κρίση ήταν ο πληθωρισμός που τροφοδοτούσαν τα υψηλά κέρδη και η ολιγοπωλιακή δομή της αγοράς, η συνεχής ανατίμηση του ευρώ, τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα στον τομέα της δημόσιας διοίκησης, των υποδομών, της έρευνας και της καινοτομίας, της ενέργειας και η απουσία κλαδικών πολιτικών και στρατηγικών επιλογών για την ανάπτυξη βασικών τομέων της οικονομίας με έμφαση στην παραγωγικότητα της εργασίας και την ποιότητα των προϊόντων και προς όφελος της κοινωνίας.
Αν και αναγκαίος, ο παραπάνω αντίλογος εγκλωβίζεται σε μία θέση άμυνας, αναπαράγοντας μία οικονομική λογική που απομακρύνει τη δημόσια αντιπαράθεση για τον κατώτατο μισθό από το βασικό ιστορικό λόγο θέσπισής του (στην Ελλάδα το 1936) και συνεχούς διεκδίκησης βελτίωσής του από την πλευρά των εργαζομένων και του συνδικαλιστικού κινήματος: ως ανάχωμα κατά της φτώχειας και ως ελάχιστο εισόδημα αξιοπρεπούς διαβίωσης των εργαζομένων. Αυτή είναι η αφετηρία υπεράσπισης αυτής της ιστορικής κατάκτησης που αποτελεί ο κατώτατος μισθός για την εργατική τάξη, και με αυτά τα επιχειρήματα πρέπει να προσέλθουν τα συνδικάτα και η αριστερά στο δημόσιο διάλογο και τους αγώνες αντίστασης απέναντι στην επαπειλούμενη κοινωνική οπισθοδρόμηση και βαρβαρότητα που έχουν δρομολογήσει προγραμματισμένα και συστηματικά οι εγχώριες «μνημονιακές» δυνάμεις και οι ξένοι προστάτες, κηδεμόνες και πιστωτές τους.
* Η Μαρία Καραμεσίνη διδάσκει Οικονομικά της Εργασίας και της Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Μαρίας Καραμεσίνη*
Αυτή τη φορά δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Μόνο οι αδαείς και οι απληροφόρητοι αιφνιδιάστηκαν. Ο λόγος για τη μείωση του εθνικού κατώτατου μισθού, που είχε τεθεί από την προηγούμενη επίσκεψη της τρόικας τον περασμένο Οκτώβριο. Αφορμή ήταν η ονομαστική αύξηση κατά 2,6% του κατώτατου μισθού από τον ερχόμενο Ιούλιο, μετά την αύξηση κατά 1,6% τον περασμένο Ιούλιο, που θεωρήθηκε «προκλητική», όταν οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα υποχωρούν ραγδαία, δώρα και επιδόματα αδείας αλλά και δεδουλευμένα δεν καταβάλλονται από όλο και μεγαλύτερο αριθμό επιχειρήσεων και οι μετατροπές συμβάσεων πλήρους απασχόλησης σε εκ περιτροπής και μερική απασχόληση γενικεύονται με τεράστιες επιπτώσεις στις αμοιβές των εργαζομένων. Μια αύξηση που, όμως, στην πραγματικότητα υπολείπεται της μείωσης της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού κατά 5% τη διετία 2010-11 και της αναμενόμενης αύξησης του πληθωρισμού κατά 1%, επιπλέον, φέτος.
Με την αφορμή αυτή βγήκε πάλι στη φόρα, μέσω της τρόικας ως «υποβολέα» ή με ψευδή αναφορά σε δικές της «αδιαπραγμάτευτες» απαιτήσεις , το σύνολο των θεσμικών ανατροπών που ζητούν οι ελληνικές εργοδοτικές οργανώσεις (13ος και 14ος μισθός, τριετίες, μείωση βασικών μισθών κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας) με στόχο όχι μόνο την περικοπή του κόστους εργασίας άμεσα αλλά και την πλήρη ανατροπή του συστήματος διαμόρφωσης των μισθών, ώστε τα αποτελέσματα να είναι διαρκή και να λειτουργούν σε βάθος χρόνου. Αυτή η ανατροπή έχει απώτερο στόχο την εκθεμελίωση του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων και την οριστική συντριβή του συνδικαλιστικού κινήματος στη χώρα μας. Τον εν λόγω στόχο υπηρετούν με απόλυτη συνέπεια και συστηματικότητα το Μνημόνιο και το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα καθώς και το πλέγμα των συμφερόντων που τα στηρίζει και φροντίζει για την πιστή εφαρμογή τους: ηγεμονικές μερίδες εγχώριας αστικής τάξης, διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, ευρωπαϊκές πολυεθνικές επιχειρήσεις, ηγεμονικά κράτη της Ε.Ε. Στο παιχνίδι αυτό υπάρχουν οι «σκληροί» και οι «διαλλακτικοί» σε εναλλασσόμενους ρόλους, ανάλογα και με τον εσωτερικό πολιτικό ανταγωνισμό των κομμάτων και τις ισορροπίες. Όλοι είναι όμως χρήσιμοι.
Πρώτα θα μειώσουν τις εργοδοτικές εισφορές
Μπορεί λοιπόν οι τακτικοί ελιγμοί των κομμάτων της συγκυβέρνησης, των εργοδοτών και της ΓΣΕΕ να μετέφεραν προς το παρόν τη «διαπραγμάτευση» των κοινωνικών «εταίρων» από το πεδίο του κατώτατου μισθού σε εκείνο του μη μισθολογικού κόστους εργασίας δηλαδή των ασφαλιστικών εισφορών που ανέρχονται στο 43% του κατώτατου μισθού. Ωστόσο τα θέματα του κατώτατου μισθού, του 13ου και 14ου μισθού και των τριετιών στον ιδιωτικό τομέα δεν έχουν κλείσει. Θα επανέλθουν οπωσδήποτε με αφορμή επόμενη επίσκεψη της τρόικας, αφού θα έχουν μειωθεί κατά αρκετές ποσοστιαίες μονάδες οι εργοδοτικές εισφορές, γεγονός που συνεπάγεται άμεσα μεγαλύτερο οικονομικό όφελος για την εργοδοσία από το «πάγωμα» του κατώτατου μισθού. Με την προσφιλή και γνωστή τακτική: μπαράζ διεκδικήσεων για θεσμικές ανατροπές, με σκοπό να υλοποιούνται κάθε φορά μία ή δύο και να δίνεται η εντύπωση ότι αποφεύχθηκαν τα χειρότερα. Έτσι και με τον κατώτατο μισθό, του οποίου την κατάργηση είχαν ανακινήσει οι εργοδοτικές οργανώσεις αρκετές φορές την τελευταία δεκαετία. Δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα του, εφόσον τα κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνηση Παπαδήμου έχουν μπροστά τους εκλογές.
Αν και οι παρεμβάσεις στον κατώτατο μισθό μπορεί να πάρουν διαφορετικές μορφές (από απλό πάγωμα μέσω διαπραγμάτευσης και ad hoc περικοπή με νόμο μέχρι την οριστική του κατάργηση ως προϊόν συλλογικής διαπραγμάτευσης), αυτός σίγουρα αποτελεί το τελευταίο ανάχωμα του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων και διαμόρφωσης των μισθών, όπως το γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.
Κατώτατος μισθός, το τελευταίο ανάχωμα
Πρώτον, ο κατώτατος μισθός αφορά όχι μόνο αυτούς που αμείβονται με βάση αυτόν (περίπου 20% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα) αλλά έμμεσα και όλους αυτούς των οποίων οι αμοιβές είναι κάτω από αυτόν. Με βάση αυτόν διαμορφώνονται πλέον οι μισθοί των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας ηλικίας 15-24 ετών (80%), ενώ ακόμα και η διαμόρφωση των μισθών, κυρίως, των μεταναστών, σε ανειδίκευτες θέσεις εργασίας στην παραοικονομία έχουν αυτόν ως σημείο αναφοράς.
Δεύτερον, οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού και οι θεσμικές κατακτήσεις της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) αποτελούσαν και αποτελούν το κατώφλι, ενώ εκείνες των ΔΕΚΟ και της ΟΤΟΕ την οροφή για τις διαπραγματεύσεις των ομοιοεπαγγελματικών και κλαδικών συμβάσεων από τα κατά κανόνα αδύναμα συνδικάτα του ιδιωτικού τομέα. Με τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ και τραπεζών ουσιαστικά ακυρωμένα ως προς τη μισθολογική διαπραγμάτευση, τα μεν ΔΕΚΟ λόγω των νομοθετικών παρεμβάσεων του Μνημονίου και του Μεσοπρόθεσμου και της άμυνας κατά των μετατάξεων, εφεδρειών και ιδιωτικοποιήσεων, τα δε των τραπεζών λόγω της κήρυξης πολέμου από τη μεριά της εργοδοσίας εδώ και αρκετά χρόνια, οι μισθολογικές αυξήσεις της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, όσο μικρές και εάν είναι, αποτελούν το μοναδικό σημείο αναφοράς για τα συνδικάτα του ιδιωτικού τομέα στις δικές τους δύσκολες διαπραγματεύσεις και αγώνες για την υπεράσπιση των κεκτημένων τους (βλέπε την αμφισβήτηση της κλαδικής σύμβασης των Ξενοδοχειακών Υπαλλήλων από τον Σύνδεσμο Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων στο πλαίσιο της πρόσφατης συζήτησης).
Με λίγα λόγια, η συζήτηση για τον κατώτατο μισθό και τις θεσμικές κατακτήσεις της ΕΓΣΣΕ για τον 13ο και 14ο μισθό, τις τριετίες – και γύρευε τι άλλο ακόμα θα προκύψει – έχουν σημάνει την έναρξη της τελευταίας φάσης του πολέμου που έχουν ανοίξει οι «μνημονιακές δυνάμεις» κατά των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα και των συνδικάτων τους, απειλώντας τον κεντρικό πυρήνα του συστήματος, που αποτελεί το τελευταίο εμπόδιο στην απρόσκοπτη διαδικασία της «εσωτερικής υποτίμησης». Διότι λίγο-λίγο έχει αποκαλυφθεί το σχέδιο αυτών των δυνάμεων, που διατυπώνεται μέσα από τις γραμμές ήδη στο αρχικό κείμενο του Μνημονίου. Μόνο αφού η αξία της εργατικής δύναμης – όπως και της δημόσιας περιουσίας – υποτιμηθεί κατά 30-40% μέσα από την έλλειψη εναλλακτικών προοπτικών και χρηματοδοτικών μέσων – μόνο αφού οι καταστραμμένες μεσαίες τάξεις αναγκαστούν κι αυτές να ξεπουλήσουν τις μικροϊδιοκτησίες τους, τότε και μόνο τότε θα προκύψουν οι ξένοι και εγχώριοι «επενδυτές» που έχουν μεταφέρει έγκαιρα τα κεφάλαιά τους στο εξωτερικό και τους φορολογικούς παραδείσους για να «σώσουν» τη χώρα και τον ταπεινωμένο λαό της. Με το αζημίωτο βέβαια. Δεν έχει έρθει ακόμα αυτή η ώρα. Χρειάζεται η ανεργία να ανέβει στο 25-30%. Και πάλι βλέπουμε.
Η ανταγωνιστικότητα εξαρτάται από άλλους παράγοντες
Είναι φανερό ότι, εκτός από την επικοινωνία και την απειλή άσκησης νομοθετικής βίας, ο πόλεμος γίνεται και στο επίπεδο των ιδεών. Έτσι η μείωση των μισθών παρουσιάζεται ως άλλοθι για να σωθούν οι επιχειρήσεις, οι οποίες κατά τα άλλα βουλιάζουν λόγω ύφεσης, που τροφοδοτείται από τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και άλλων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων. Η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας μέσω της μείωσης των μισθών αποτελεί το άλλο κεντρικό επιχείρημα, που παρακάμπτει το γεγονός ότι οι βασικοί λόγοι μείωσης της τελευταίας κατά την τελευταία δεκαετία πριν από την κρίση ήταν ο πληθωρισμός που τροφοδοτούσαν τα υψηλά κέρδη και η ολιγοπωλιακή δομή της αγοράς, η συνεχής ανατίμηση του ευρώ, τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα στον τομέα της δημόσιας διοίκησης, των υποδομών, της έρευνας και της καινοτομίας, της ενέργειας και η απουσία κλαδικών πολιτικών και στρατηγικών επιλογών για την ανάπτυξη βασικών τομέων της οικονομίας με έμφαση στην παραγωγικότητα της εργασίας και την ποιότητα των προϊόντων και προς όφελος της κοινωνίας.
Αν και αναγκαίος, ο παραπάνω αντίλογος εγκλωβίζεται σε μία θέση άμυνας, αναπαράγοντας μία οικονομική λογική που απομακρύνει τη δημόσια αντιπαράθεση για τον κατώτατο μισθό από το βασικό ιστορικό λόγο θέσπισής του (στην Ελλάδα το 1936) και συνεχούς διεκδίκησης βελτίωσής του από την πλευρά των εργαζομένων και του συνδικαλιστικού κινήματος: ως ανάχωμα κατά της φτώχειας και ως ελάχιστο εισόδημα αξιοπρεπούς διαβίωσης των εργαζομένων. Αυτή είναι η αφετηρία υπεράσπισης αυτής της ιστορικής κατάκτησης που αποτελεί ο κατώτατος μισθός για την εργατική τάξη, και με αυτά τα επιχειρήματα πρέπει να προσέλθουν τα συνδικάτα και η αριστερά στο δημόσιο διάλογο και τους αγώνες αντίστασης απέναντι στην επαπειλούμενη κοινωνική οπισθοδρόμηση και βαρβαρότητα που έχουν δρομολογήσει προγραμματισμένα και συστηματικά οι εγχώριες «μνημονιακές» δυνάμεις και οι ξένοι προστάτες, κηδεμόνες και πιστωτές τους.
* Η Μαρία Καραμεσίνη διδάσκει Οικονομικά της Εργασίας και της Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου