Τον τελευταίο καιρό ο Παπαδιαμάντης μας θυμίζει όλο και περισσότερο μαγική εικόνα. Κι αυτό γιατί, ανάλογα με την οπτική γωνία που τον κοιτάζουμε, αλλάζει η εικόνα του και αποκαλύπτει άλλες παραστάσεις. Μοιάζει με ταχυδακτυλουργία, στην οποία φαίνεται να βοηθάει το έργο του, που κατακερματισμένο σε διηγήματα, αποκρύβει την ενότητά του. Για παράδειγμα, ένα μόνο διήγημα κράτησε ο Λάκης Προγκίδης, με την τόλμη του εξ Εσπερίας ερχόμενου, και η μαγική εικόνα έδειξε τον Παπαδιαμάντη ευρωπαίο μυθιστοριογράφο. Ή, πάλι, δυο διηγήματα κράτησε ο, επίσης, εξ Εσπερίας Γκυ Σωνιέ και έδειξε τον ψυχικά πάσχοντα Παπαδιαμάντη. Για να ακριβολογούμε, δυο διηγήματα και την πρόταση, “αφηγητής ίσον συγγραφέας”, την οποία ο Σωνιέ, καθόσον καθηγητής εν Σορβόννη, την ανήγαγε σε αδιαφιλονίκητο αξίωμα.
Πιο μετρημένοι οι γηγενείς, κρατούν ομάδες διηγημάτων για τις μαγικές μεταμορφώσεις του Παπαδιαμάντη. Προς αντίπραξη στους θιασώτες της ελληνικής παράδοσης, κάποιοι από αυτούς επιλέγουν διηγήματα μεταφυσικής πνοής. Προσαρμοζόμενοι, ωστόσο, στο τρέχον λεκτικό, τα αποκαλούν σκοτεινά, οπότε η μαγική εικόνα φλουτάρει και ως εκ θαύματος, ο φωτεινός Παπαδιαμάντης σκοτεινιάζει. Οπότε, ενθουσιασμένοι συνδυάζουν τα σκοτεινά με το αξίωμα του Σωνιέ και ιδού ο άνθρωπος με τα αβυσσαλέα πάθη. Έτσι προκύπτει μια μαγική εικόνα συναρπαστική για τα σημερινά γούστα. Τότε, κάποιοι άλλοι δράττονται της ευκαιρίας και αντιπροτείνουν τα ερωτικά διηγήματα. Αυτά ανάβουν περισπούδαστες συνδιαλέξεις και προκύπτει μέγα θέμα περί του ερωτικού Παπαδιαμάντη. Κατ’ αρχάς, περί τι είδους ερωτικού ομιλούμε; Κανονικού ή παρεκκλίνοντος; Πλείστοι όσοι παρεκκλίνοντες τον διεκδικούν. Τότε, προκύπτει νέο θέμα, περί της φύσεως και της έκτασης της παρέκκλισης. Μέχρι ποιού βαθμού θα πρέπει να προεκταθούν οι παρεκκλίσεις του, ώστε να πάρει κεφάλι έναντι της ερωτικής μυθιστοριογράφου Λένας Μαντά στις σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης; Διότι, όπως και να το κάνουμε, η ισοβαθμία Παπαδιαμάντη-Μαντά στο καίριο ερώτημα, ποιού συγγραφέα τα βιβλία σας άλλαξαν τη ζωή, συνιστά εθνικό κόλαφο.
Δεν πρέπει, ωστόσο, να απελπιζόμαστε. Πώς τα καταφέραμε, λίγο σαν μέγα λογοτέχνη, λίγο σαν σκοτεινό τρυγόνι, βάλαμε τον Παπαδιαμάντη για τα καλά μέσα στο λάϊφ στάϊλ των ημερών. Τι ποιο ιν θα μπορούσε να φανταστεί κανείς για τα εκατοντάχρονά του από μια ολονύχτια ανάγνωση; Όχι, βέβαια, μία από τα ίδια, όπως η τετριμμένη δημόσια ανάγνωση που διοργανώθηκε για τον Ελύτη. Αλλά μια... παννυχίδα! Και μόνο αυτή η σχεδόν εξωτική λέξη σαγηνεύει. Αλλά και τα περί κατανύξεως και αγρυπνιών ακούγονται τόσο παράξενα και γραφικά που, ως δια μαγείας, οι ψάλλοντες πιστοί μεταμορφώθηκαν σε αθρόα συνάθροιση επωνύμων, που, ελέω Παπαδιαμάντη, πρόβαλαν και μάλιστα μετά μουσικής, το ανάστημά τους. Πατείς με πατώ σε έγινε στην παννυχίδα, αντιθέτως, τρείς κι ο κούκος στην Ημερίδα. Είναι, δηλαδή, προφανές ότι Παπαδιαμάντη by night τραβάει η ψυχή των Αθηναίων.
Το ό,τι ο Παπαδιαμάντης προσφέρεται για χάπενινγκ φαίνεται πως το αντιλήφθηκαν και οι άνθρωποι του θεάτρου. Όχι μόνο προσφέρεται, αλλά δίνει και καινούριες ιδέες. Ως γνωστόν, τα θεατρικά δρώμενα, απανταχού της πόλης είναι πολύ της μόδας. Αρχικά, ανά τας ρύμας και τας οδούς, έφθασαν εσχάτως και κατ’ οίκον, σε σαλόνια, κουζίνες και τουαλέτες. Μόνο οι εκκλησίες έμεναν, αν και υπήρχε το προηγούμενο της φοβερής συναυλίας Νταλάρα στον Άγιο Παντελεήμονα. Ο θόρυβος γύρω από τον Άγιο Ελισσαίο, έδωσε τελικά τη φαεινή ιδέα. Έτσι κι αλλιώς, ο Παπαδιαμάντης έχει αποδειχθεί εντυπωσιακά πρόσφορος σε δραματοποιήσεις. Τουρλού τουρλού διηγήματα μετά μικράς δόσης από τα σκοτεινά βιογραφικά του δίνουν, ως δια μαγείας θεατρικά, που οι θεατρόφιλοι αποθεώνουν, πριν ακόμη τα δουν, και μόνο με τον ισχυρισμό του δραματοποιού ότι πρόκειται για Παπαδιαμάντη. Έτσι ετοιμάστηκε ένα τουρλού αθηναϊκών και σκιαθίτικων από τα πασχαλινά διηγήματα του Παπαδιαμάντη σε σειρά παραστάσεων τη Μεγάλη Εβδομάδα εντός του Αγίου Ελισσαίου. Ποιος τη χάρη του εκκλησιδρίου! Αν και μονόχωρο, κάτι οι θεατρικές παραστάσεις, κάτι οι όλο και συχνότερες αγρυπνίες, δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τους πολυχώρους των Αθηνών.
Oσο για τα πασχαλινά διηγήματα του Παπαδιαμάντη, παίζει κατά πόσο είναι επίκαιρα ή ανεπίκαιρα. Προφανώς και είναι επίκαιρα λόγω των ημερών. Από την άλλη, όμως, δείχνουν άκρως ανεπίκαιρα, με όλους εκείνους τους ιερείς, τις αναστάσιμες λειτουργίες και τις ηθογραφίζουσες περιγραφές. Άλλωστε, εκτός χρόνου δεν είναι μόνο τα πασχαλινά του, αλλά απαξάπαντα τα εορταστικά του. Ούτε ένα δεν θα μπορούσες να το πεις σκοτεινό. Όσο για ερωτικό, μόλις ένα από τα πασχαλινά, εκείνη «Η Βλαχοπούλα», κι αυτό, όχι από τα ενδιαφέροντα, στα οποία ο αφηγητής εξιστορεί αμαρτωλές ιστορίες της ζωής του, αλλά από τα άλλα, τα τετριμμένα, με τις ερωτικές περιπέτειες των ηρώων. Τελικά, φαίνεται ότι το πρόβλημα δεν είναι τα πασχαλινά του ή γενικώς τα εορταστικά του. Αυτά, με το ξεσκαρτάρισμα, που έχουμε ξεκινήσει, άλλα τα αποκαθαίρουμε και άλλα τα πετάμε. Δόξα τω Θεώ, 170 διηγήματα μας άφησε, καμιά σαρανταριά λιγότερα, δεν χάθηκε ο κόσμος. Το πρόβλημα είναι ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης, που, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, είναι ασυμβίβαστος με τις παγκοσμιοποιημένες αντιλήψεις μας. Από μια άποψη, είναι ο τελευταίος από τους συγγραφείς της πεζογραφικής μας παράδοσης, που ταιριάζει με όσα πρεσβεύει η σημερινή πνευματική ελίτ, από τους ιστορικούς μας μέχρι τους συγγραφείς μας.
Βεβαίως, η λογοτεχνία δεν έχει σχέση με ιδεολογικές κατευθύνσεις. Κακά τα ψέματα, όμως, ιδεολογική ανασκευή της Ιστορίας δεν γίνεται χωρίς ξεσκαρτάρισμα της λογοτεχνίας μας. Ήδη, οι συγγραφείς μας προσαρμόζουν τα διηγήματα και τα μυθιστορήματά τους στο ιδεολογικώς ορθό. Το ίδιο και οι φιλόλογοι, που έχουν αναλάβει το δυσχερές έργο να εξάγουν από το παρελθόν έναν γηγενή λογοτεχνικό κανόνα, εναρμονιζόμενο με τον παγκόσμιο. Πώς, όμως, να προσπεράσει κανείς τον Παπαδιαμάντη; Η απάντηση, τελικά, είναι απλή. Δεν τον προσπερνούμε, αλλά, ταχυδακτυλουργικά, σαν μαγική εικόνα, τον ενσωματώνουμε αυτόν και το έργο του. Για παράδειγμα, από τους επιθετικούς προσδιορισμούς, με τους οποίους τον χαρακτήριζαν άλλοτε, κρατάμε τους πιο βολικούς, εκείνους, δηλαδή, που επιδέχονται ανασκευή. Όπως στις μαγικές εικόνες, πάνω στην εικόνα του βάζουμε μια άλλη, προσφορότερη. Όχι πατριώτης, χριστιανός κι άλλα βαρύγδουπα, αλλά κοσμοκαλόγερος, που, τουλάχιστον ηχητικά, είναι κοντά στο κοσμοπολίτης. Αυτό το μάλλον γραφικό επίθετο επιτρέπει να φέρουμε τη θρησκευτικότητά του στα μέτρα μας. Λένε οι ειδήμονες: Ε! τι να κάνουμε! γιος παπά ήταν, ο βίος του έχει γνωρίσματα εκκλησιαστικά και ασκητικά. Και έψελνε και ύμνους έγραφε. Προσοχή, όμως, δεν είχε απεμπολήσει τον κοσμικό βίο. Απόδειξη περίτρανη, έπινε το κρασάκι του. Ύστερα, οι καλοί γνώστες, ξεθάβουν τα σατιρικά για τους παπάδες, που δημοσίευσε λίγο πριν πεθάνει. Τόσα διηγήματα που γράφει για δεκαετίες δεν τους κάνουν. Αυτά υπακούουν, λέει, στον τύπο. Ψιλά γράμματα, η παπαδιαμάντειος ειρωνεία. Τελικά, μαγική εικόνα και η θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη.
Για τους μετριοπαθείς, που θα ήθελαν να αποφασίσουν, τι κρατάμε και τι πετάμε από τα διηγήματά του, μια καλή ιδέα θα ήταν να εκδοθούν οι θεατροποιημένες εκδοχές των διηγημάτων του. Θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πρότυπο για το απαιτούμενο απολέπισμα. Λ.χ., κάτι πρέπει να γίνει με την εμμονή του Παπαδιαμάντη στους προεπαναστατικούς αγωνιστές. Για ένα σημερινό κοινό, που πασχίζει να ανασκευάσει το 1821, χάρις στην ομότιτλη τηλεοπτική σειρά, αλλά και χάρις στα νεοφανή πονήματα των ιστορικών μας, η αγλαΐζουσα αναφορά του Παπαδιαμάντη σε αρματολούς και κλέφτες - όλους εκείνους, που πρώτα τα έκαναν καπάκια με τους Τούρκους και μετά τους σφαγίαζαν ανηλεώς - αποβαίνει άκρως συγχυτική. Έτσι καταστρέφει ο Παπαδιαμάντης, ένα διήγημά του, κατά τα άλλα υποδειγματικό για το θέμα του Άλλου, τόσο του αλλοεθνούς όσο και του αλλόθρησκου, που πολύ μας απασχολεί και μας συγκινεί. Στο διήγημα, «Ο ξεπεσμένος δερβίσης», μνημονεύει ως λεοντόκαρδο τον Λεπενιώτη και τον αδελφό του, ως μεγάλο ήρωα. Ευτυχώς που ελάχιστοι - για να μην πούμε κανείς - γνωρίζουν ποιος είναι ο Λεπενιώτης του δρομίσκου με τα ξενυχτάδικα στου Ψυρρή και ακόμη λιγότεροι, ποιος, ο αδελφός του. Πάντως, κατά καλή σύμπτωση, τους εμπλέκει σε γεναριάτικο διήγημα. Γιατί έτσι και τους μνημόνευε σε πασχαλινό, αυτός ήταν ικανός να αφηγηθεί με το νι και με το σίγμα τη δολοφονία του Λεπενιώτη, ανήμερα το Πάσχα, βγαίνοντας από την ενοριακή εκκλησία του Φουρνά. Μήπως έτσι δεν παρασύρεται «Στην Αγι-Αναστασά» από την ονομασία ενός ρέματος και διηγείται το σκοτωμό ενός άλλου περιώνυμου κλεφταρματωλού, του Νικοτσάρα; Χάρις, πάντως, στον αποσπασματικό χαρακτήρα των διηγημάτων, και τα δυο τμήματα μπορούν τεχνηέντως να αφαιρεθούν. Έτσι και αλλιώς, το δεύτερο διήγημα μόνο στον Παλαμά άρεσε. Καμία σύγκριση με το άλλο διήγημα, «Η Φαρμακολύτρια», που δημοσιεύθηκε μερικά χρόνια αργότερα και το οποίο επίσης εκτυλίσσεται στην Αγι-Αναστασά την Φαρμακολύτρια. Εκείνο θεωρείται κορυφαίο, καθόσον σκοτεινό, ερωτικό και προ πάντων, αποκαλυπτικό για το τραυματισμένο υποσυνείδητο του αφηγητή, τουτέστιν του Παπαδιαμάντη.
Υπάρχουν, όμως, δυστυχώς, περιπτώσεις, που η αποκάθαρση ενός διηγήματος δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση. Λαμπρό παράδειγμα, το «Λαμπριάτικος ψάλτης», το οποίο, σοφά ποιών ο δραματοποιός, δεν κράτησε στο πασχαλιάτικο τουρλού. Αυτό το διήγημα δεν το πετάμε, μόνο και μόνο, χάρις στον επίλογό του, όπου περιγράφεται η τελετουργία οβελισμού του αμνού και το πάθημα του Γιάννη του Μπουκώση, που μπούκωσε με τη νεφραιμιά του αμνού. Εδώ, οι ειδήμονες διαβλέπουν τη μαγική τέχνη του Παπαδιαμάντη και σπεύδουν να θυμίσουν τον στερημένο βίο του. Έλα, όμως, που το διήγημα έχει και προοίμιο. Οχληρό προοίμιο, κι ας αναφέρεται ο Παπαδιαμάντης στους συγκαιρινούς του και στο προ ενός και πλέον αιώνα «ελληνικό έθνος». Ορισμένες περικοπές παραμένουν δυσάρεστες, όπως εκείνη περί Άγγλων, Γερμανών, Γάλλων, που δύνανται να είναι κοσμοπολίτες ή αναρχικοί ή άθεοι ή ό,τιδήποτε, γιατί έκαμαν το πατριωτικό χρέος τους, έκτισαν μεγάλη πατρίδα, όχι, όμως, και οι Γραικύλοι. Και αποφαίνεται, καταλήγοντας: “Το ελληνικόν έθνος… έχει και θα έχη δια παντός ανάγκην της θρησκείας του”.
Αυτός είναι ο Παπαδιαμάντης. Τα υπόλοιπα, είναι τα εφέ της μαγικής εικόνας. “Θα πρέπει να αποφασίσουμε κάποτε σοβαρά τι θα κάνουμε τον Παπαδιαμάντη”, τόνιζε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος προ πέντε δεκαετιών. Ωστόσο, το μεταμοντέρνο καζάνι, στο οποίο βράζει πλέον και ο ίδιος, δεν ήταν δυνατόν να το προβλέψει. Όπως σήμερα, δεν μπορούμε να προβλέψουμε την επέτειο του 2051. Αν, όμως, η Γη εξακολουθεί να γυρίζει, το οποίο παίζεται, εμείς νομίζουμε ότι βλέπουμε τα αποκαθαρμένα Άπαντα Παπαδιαμάντη, χωρίς ύμνους, θρησκευτικά αρθρίδια, κλεφταρματωλούς και ελληνοχριστιανικά προοίμια. Δίπλα τους βλέπουμε τη βιογραφία του, που θα αποδεικνύει ότι υπήρξε πένης, αλκοολικός και αιμομίκτης, άρα ισοϋψής ενός Πόε.
Εκείνα τα Άπαντα, εκτός από οινοποσίες, γκιουβέτσια, ερωτικές παρεκκλίσεις και σατιρισμούς παπάδων, θα σώζουν τη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη. Αυτήν που άρεσε ανέκαθεν και την οποία κρατούμε και σήμερα μαζί με την παροιμιώδη πλέον φράση, που έγραψε ο Καρκαβίτσας στο σημειωματάριό του, τον Μάϊο του 1909, όταν ταξίδεψε στο νησί και είδε τον Παπαδιαμάντη: «Όμορφη είναι η Σκιάθος του Θεού· μα η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη μου φαίνεται ομορφότερη!» Μόνο που τότε, δεν θα υπάρχει πλέον κανένα στοιχείο προς σύγκριση, αφού η Σκιάθος του Θεού θα έχει εκλείψει. Άλλωστε και σήμερα, δεν είναι σίγουρο ότι υπάρχει. Έχουμε χρόνια να ταξιδέψουμε στη Σκιάθο, πρόσφατα, όμως, κάναμε μια δυσάρεστη διαπίστωση. Ανέκαθεν αγεωγράφητοι, αναζητούμε κατά την ανάγνωση τη βοήθεια του χάρτη. Ελλείψει παλαιού χάρτη της Σκιάθου, καταφύγαμε στην πανάκεια του Διαδικτύου. Οποιοδήποτε τοπωνύμιο κι αν αναζητήσαμε, μέχρι τα λιγότερο γνωστά, όπως τα Καλύβια και την Παναγία του Ντομάν, είχαμε, προς μεγάλη μας έκπληξη, απάντηση. Δινόταν το ακριβές τοπογραφικό στίγμα, με μακροσκελείς προσφορές από δωμάτια, διαμερίσματα, βίλες και συγκροτήματα, προς ενοικίαση ή και πώληση. Ο τελευταίος δύσβατος ορμίσκος έχει πλέον ισοπεδωθεί προς διευκόλυνση των σημερινών τετρά...τροχων. Όπως φαίνεται, τα πασχαλινά διηγήματα, στα οποία, κατ’ εξοχήν, ανασταίνεται η Σκιάθος του, τοποθετούνται σε μια για εμάς σήμερα φανταστική νήσο. Κι εκείνα, μια μαγική εικόνα, ένα άλλο έργο της εργολαβικά παγκοσμιοποιημένης εποχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου