Κώστας Αξελός: Η πόλη – πρόβλημα
αφορμή για το δημοσίευμα αυτό υπήρξε μια διαδικτυακή συζήτηση για την πόλη, με την Αντ.Π,
πάνω στο τρίπτυχο πόλη – πρόβλημα - άνθρωπος.
-“αυτή η πόλη, που στα μάτια τα δικά μου, αργοπεθαίνει,
μέσα στα μάτια ενός μικρού παιδιού, θα είναι ο παράδεισος”
πάνω στο τρίπτυχο πόλη – πρόβλημα - άνθρωπος.
-“αυτή η πόλη, που στα μάτια τα δικά μου, αργοπεθαίνει,
μέσα στα μάτια ενός μικρού παιδιού, θα είναι ο παράδεισος”
Πρόκειται για την πόλη. Πρόκειται για το πρόβλημα. Πρόκειται πριν απ’ όλα για ένα ενωτικό σημείο που συνδέει την πόλη και το πρόβλημα. Πρόκειται για την πόλη-πρόβλημα. Το ίδιο το όνομα της πόλης, άστυ, συμπορεύεται με ένα άλλο όνομα, την αστυνομία. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε και λειτουργεί παντού, σε όλα τα καθεστώτα χωρίς καμιά εξαίρεση. Επίσης οι ποικίλοι αναρχισμοί ενέχουν μόνο ένα ψήγμα “αλήθειας” ή ασυνεπούς απαίτησης απέναντι και μέσα στην “πραγματικότητα”.
Η πόλη του χώρου και του χρόνου
Ο Σοφοκλής, που συνελάμβανε το κοντινό και το απόμακρο, επέτρεψε στον χορό της Αντιγόνης να ορίσει τον άνθρωπο: υψίπολις άπολις. Η ελληνική λέξηπόλις θα μπορούσε να απορρέει από το πέλειν: είναι εν τω γίγνεσθαι.
Στο παιχνίδι του είναι εν τω γίγνεσθαι (του Κόσμου) η πόλη διανοίγει και προσφέρει τόπους – χρονικούς πάντα – που, θεσμιζόμενοι, θεσμιζόμενοι οι ίδιοι, ελευθερώνουν και γεννούν χώρους.
Η πόλη δεν είναι μόνο μέσα στον χώρο, για να ταξινομεί τον χώρο, τυφλή απέναντι στον τόπο και στο ά-τοπο. Γιατί οι τόποι δεν είναι απλά χωρικοί: μας προδιαθέτουν για τον χώρο, που διέπεται από τον χρόνο. Η πόλη, συνεπώς, υπάρχει κι αυτή μέσα στις διαστάσεις του χρόνου.
Τι κάνει μια πόλη μέσα στον χρόνο;
Από την ίδρυσή της έως τον θάνατό της, η πόλη, εντοπίζει την περιπλάνηση και πλανάται η ίδια. Εμείς οι άνθρωποι, περιπλανόμαστε επίσης επισκεπτόμενοι, εξερευνώντας και εκμεταλλευόμενοι αρχαιολογικά και τουριστικά τις νεκρές πόλεις.
Ο θάνατος της πόλης
Ο θάνατος δεν πλήττει τις πόλεις μόνο όταν εκκενώνονται. Την εποχή της άνθησής τους, ως μητροπόλεις, είναι νεκροπόλεις. Άλλωστε είναι πέρα για πέρα λογικό: η πόλη καταλήγει στον θάνατο, όπως η γέννηση της ενέχει τον θάνατο: η πόλη ήταν η φοβερή ανοιχτή πληγή στην καρδιά της καταπράσινης φύσης.
Η θεμελίωση μιας πόλης πρέπει να ερευνηθεί, και δεν σημαίνει ότι αυτός ο μύθος τελειώνει με τον θάνατο της πόλης.
Η δεύτερη φύση της πόλης
Η πόλη, μετά από την θεμελίωση και την ακμή της, αναπτύσσει μια δεύτερη φύση: μια τεχνητή φύση, λίγο ως πολύ πλασμένη από τους ανθρώπους. Εγκαθιδρύεται η εποχή του διάκοσμου, καθώς όλα τα ζωντανά ή τεχνητά στοιχεία χρησιμεύουν για διάκοσμος και ο διάκοσμος προσφέρεται ως τροφή στην μηχανοκρατούμενη βιομηχανική κοινωνία. Κατά συνέπεια, δεν είναι φυσικό να διατηρούμε μια έμμονη νοσταγλία για ό,τι είναι αγροτικό και ειδυλλιακό, επαρχιωτικό και φυσικά παραμυθένιο. Η δεύτερη φύση της πόλης, η τεχνητή φύση, ονομάζεται, από την αυγή της παρακμής του μοντερνισμούνεκρή φύση.
Υπακούοντας στον νόμο της Εντροπίας
Μόνο που δεν πρέπει να κάνουμε επίδειξη απαισιοδοξίας, – υπάρχει επαύριο. Εκ νέου, κάποια μέρα, οι ισχυρές και ασφυκτικές πολιτείες θα καταντήσουν ένας σωρός ερείπια, πνιγμένα στα αγριόχορτα, υπακούοντας στον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής, τον νόμο της Εντροπίας, υποκύπτονας σχεδόν χωρίς αντίσταση στην ενόρμηση του θανάτου, επισπεύδοντας ενεργά τη θανάσιμοη μοίρα κάθε πολιτισμού, ενδέχεται ότι οι κατασκευαστές και οι κάτοικοι αυτών των μεγάλων συνόλων που αποκαλούνται πόλεις θα “θελήσουν” να πεθάνουν, χαρίζοντας τη νίκη στις καταστροφικές δυνάμεις, – που καταστρέφουν αυτούς και τις πόλεις “τους”.
Η ζωή της πόλης
Το σημαντικό είναι ότι η επιθυμία για ζωή και η θέληση για ζωή τέμνονται με την επιθυμία του θανάτου και τη θέληση του θανάτου, μέσα σ’ ένα κόσμο όπου ξυχύνονται οι δυνάμεις της λήθης. Εντούτοις δεν λέμε ότι ο θάνατος παρουσιάζεται αναγκαστικά όταν τον επικαλούνται. Και η ζωή πως ξεχύνεται; Η πόλη ριζώνει μέσα στον “κόσμο της ζωής”. Αυτός ο κόσμος κατάντησε άθλιος και χαμερπής. Κατά συνέπεια ο κόσμος της πόλης ζει και πεθαίνει από προσποιήσεις και ομοιώματα, από αυταπάτες και αντικατοπτρισμούς. Μέσα σε μια εποχή που θα ήθελε να είναι αφηρημένα δημοκρατική και πραγματώνεται τόσο ατελώς όσο ο χριστιανισμός και ο σοσιαλισμός πραγματώθηκαν και δεν πραγματοποιήθηκαν, αντηχεί το σύνθημα: όλα είναι ίσα. Αυτό το δημοκρατικό μηδενιστικό σύνθημα, ας είναι έτσι, δεν καταλήγει στην υπέρτατη ισότητα, την ισότητα του θανάτου; Επίσης, το κράτος του Δήμου, δηλ. η Δημοκρατία, (η Δημοκρατία που είναι προέλευση, θεμελίωση, αποτέλεσμα και ανθέμιο των πόλεων σε αυτούς του καιρούς της προϊούσας αποβλάκωσης) δεν είναι εσταυρωμένη και ταυτόχρονα πεισιθάνατη;
Ο ρυθμός της ζωής
Εντούτοις, η πόλη δεν πλαισιώνει μόνον τον θάνατο, δεν πλαισιώνεται μόνο από τον θάνατο. Η πόλη βαδίζει επίσης στον ρυθμό της ζωής. Η πόλη δεν είναι αποκλειστικά το πλαίσιο ή τα συμφραζόμενα όπου εγγράφονται και απορρέουν, επίσης, τα ανθρώπινα συναπαντήματα και οι συναντήσεις των ανθρώπων με το μη ανθρώπινο. Δεν απλώνεται απλά σαν ένα τυπωμένο κείμενο υπό συμπλήρωση, παρότι συμβαίνει κι αυτό, που κάποτε γράφτηκε και τυπώθηκε (από τον Β. Ουγκώ). Η πόλη φέρει την ορμή της ζωής και φέρεται από αυτή: η πόλη, παιχνίδι σύνθεσης ανάμεσα στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομία, μέσα στους όγκους της, στα κενά και στο φως της, σφύζει από ζωή.
Η πολεοδομία
Αλλά τότε γιατί μας δίνει την τόσο ισχυρή εντύπωση ότι συνταράσσεται από τους σπασμούς της αγωνίας; Τάχα “γιατί” οι χωριάτες και οι ορεσίβιοι, καθώς και οι νησιώτες σπεύδουν προς τις πόλεις; Όταν κάτι μπαίνει στη φάση της επιθανάτιας αγωνίας , που διαρκεί πάρα πολύ και συνεχίζεται οιινεί απεριόριστα, τότε εμφανίζονται οι σωτήριοι ισμοί, κουρασμένοι από τα πριν, αν όχι ήδη εξαντλημένοι. Έτσι, σε βοήθεια της πόλης, σπεύδει η πολεοδομία που δεν σπαζοκεφαλιάζει με τη σκέψη. Η πολεοδομία είναι η θεωρία και η πρακτική των πόλεων. Δεν υπάρχει μόνο πολεοδομία, υπάρχουν διάφορες πολεοδομίες, που πολλαπλασιάζονται σαν καρκίνοι. Σύμφωνα με μια από τις σπάνιες βαθιές ρήσεις του Le Corbusier “η πόλη είναι σαν καρκίνος που υγιαίνει”. Τι κάνουν οι πολεοδομίες, αυτοί οι καρκίνοι που κάνουν μεταστάσεις; Υπακούουν στον τρισδιάστατο ρυθμό του χρόνου, χωρίς να συλλαμβάνουν την ενότητα των διαστάσεών του. Φαντάζονται ότι στοχάζονται πάνω στον χώρο και ότι τον ταξιθετούν τεχνικά, παραγνωρίζοντας τους τόπους από τους οποίους αποκαλύπτεται και αφήνεται να οικοδομηθεί ο χώρος.
Οι 3 τάσεις της πολεοδομίας
1. Υπάρχει μια πολεοδομία παρελθοντολογική, αφελώς ρομαντική, αντιδραστική, όπως λένε, και στην πραγματικότητα φυσιοκρατική. Θέλει να πάει αντίθετα στο πλανώμενο ρεύμα του χρόνου, να επανέλθει στο παρωχημένο παρελθόν, να αναβιώσει τον παλιό καιρό των όμορφων μικρών πόλεων. Αναίσθητη μπρος σ’ αυτό που στο παρελθόν δεν παρέρχεται, αυτή η πολεοδομία αγνοεί το σύστημα των γενικών παιχνιδιών που κυριαρχούν στην οικοδόμηση και στη μοίρα της πόλης.
2. Υπάρχει μια επίκαιρη πολεοδομία που πιστεύει ότι ανήκει στην εποχή της, ότι συμβαδίζει με το παρόν και ότι σημαδεύει τον παρόντα χρόνο. Υποκλίνεται προ του κυριαρχικού, προ του επιβλητικού στυλ, πλειοδοτώντας και φέρνοντάς μας σε επαφή με την κλιματισμένη κόλαση που γίντεαι και ξεγίνεται κάτω από τα πλήγματά μας, μας κάνει και μας ξεκάνει. Θολωμένη από την άμεση παρουσία, ορατή και γελοία, αισθητή και ανεπαίσθητη, αγνοεί τη μεγάλη δύναμη του παιχνιδιού της απουσίας. Θυσιάζοντας στον βωμό του παιχνιδιού του συρμού, δεν βλέπει ότι αυτό το παιχνίδι δεν είναι, γενικά, παρά μια ενδοκοσμική εκδήλωση ασήμαντη, η οποία κατέχει τους δικούς της μικρούς νομους του παιχνιδιού του κόσμου.
3. Υπάρχει μια πολεοδομία που εμφανίζεται προοδευτική, στραμμένη παράφορα προς το μέλλον, φουτουριστική και διαβολικά τεχνοκρατική. Για να χρησιμοποιήσουμε τη σωτήρια και λυτρωτική λέξη που όλες οι ευλαβικές ψυχές, ή μάλλον, όλοι οι εξεγερμένοι ψυχισμοί προσμένουν σαν εκλαϊκευμένο Μεσσία: αυτή η πολεοδομία ονομάζεται επαναστατική. Που φέρνει επανάσταση; Προφανώς στα πάντα. Σε όλα. Έχοντας μπουχτίσει από αυτό, ζητεί οριστικά το άλλο. Χωρίς καμία αυταπάτη, εννοείται, θέλει να εξαπολύσει την παραγωγική αρνητικότητα. Επιτέλους τι καταφέρνει να οικοδομήσει αυτή η πολεοδομία, μέσα στη θεωρητική της πρακτική, ποια είναι τα σημεία του λόγου της που μια σημειολογία ή μια σημειωτική τερατωδώς ευφυείς συλλαμβάνουν ζωντανά, με τρόπο έντονα ζωοδοόχο, δηλαδή εντελώς εξαντλημένο; Ποιο νέο παιχνίδι μας προτείνει; Μέσα στην εφηβική ορμή της, ήδη πρόωρα γερασμένη, οικοδομεί δύο μοντέλα που προτείνονται ως το άκρον άωτον του καινοφανούς.
Α. Το πρώτο μοντέλο είναι η επανάληψη του ειδυλλιακού, φυσιολατρικού και βουκολικού μοντέλου που αναπαράγεται τεχνικά: δέντρα, ζώα, άνθρωποι και μηχανές θα παίζουν μαζί, αρμονικά, στα βουνά, στις πεδιάδες, στο ακροθαλλάσι και στις εξοχές. Μικρές μονάδες κατοίκησης, επιμελώς προστατευμένες μέσα στη φύση, μικρές πόλεις, σχεδόν αόρατες, θα προσφέρουν ένα πλαίσιο στα παιχνίδια μάλλον παρά στις συναλλαγές φυτών και ζώων, ανθρώπων και τεχνικών μέσων. Άραγε, σ’ αυτό το παιχνίδι δεν θα υπάρχουν χαμένοι; Φαίνεται πως μια ορισμένη μετριότητα σώζει.
Β. Το δεύτερο μοντέλο είναι αποφασιστικά υπερτεχνικιστικό. Μπροστά του ωχριούν οι σημερινές επιτυχίες της κυβερνητικής και της πληροφορικής. Ανακινεί τις μεγάλες μάζες, κάνει να λειτουργούν, στο πνεύμα του φονξιοναλισμού φυσικά, υπερμηχανές και υπερτεχνικές, σχεδιάζει λαμπερές και υπερ-πολύπλοκες πόλεις, σχεδόν μεταξύ ουρανού και γης, αποπαγιδεύοντας “όλα” τα παιχνίδια του πράττειν. Διακηρύττει, όταν δεν την συγκροτεί, την αποθέωση των τεχνοδομών. Κατασκευάζοντας υπερσύγχρονα, φωτεινά και ανθεκτικά αν όχι κινητά υλικά, αυτή η πολεοδομία διαγράφει με μια μονοκοντυλιά, ήτοι με πολλές μονοκοντυλιές, τις επιθυμίες του πολλαπλά χιλιετούς και μη ξεπερασμένου παρελθόντος, πιστεύει ότι θα αποφύγει όλα τα εμπόδια του παρόντος, ονειρεύεται ότι ανοίγει διάπλατα τις θύρες του μέλλοντος. Τόσο το χειρότερο αν παραγνωρίζει τη σιωπηλή δύναμη του δυνατού. Τόσο το χειρότερο αν παραμελεί την υπόγεια δύναμη του τετελεσμένου μέλλοντα. Τόσο το χειρότερο αν αγνοεί ποιο είναι το διακύβευμά της. Δεν θέλει τάχα να είναι η πανίσχυρη νικήτρια; Α και Β. Το ανθρώπινο πνεύμα δεν ορρωδεί μπροστά σε καμιά θυσία. Ούτε καν στη θυσία της σύνθεσης. Έτσι βλέπει το φως της ημέρας μια συνθετική πολεοδομία, φυσιοκρατική – και – τεχνικιστική. Πλανάται αφελώς και μηχανικά, και παίζει σε δύο επίπεδα ταυτόχρονα. Ας αρκεστούμε σε ένα παράδειγμα: ο μαρξισμός, όπως ξέρουμε, προοιωνίζεται την κατάργηση της διαφοράς ανάμεσα στην πόλη και το χωριό. Η ηθελημένη σύνθεση θα γίνει συνεπώς πραγματικότητα. Πράγμα που εφεξής δεν μας εμποδίζει να θέσουμε το ερώτημα: αυτή η σύνθεση των δύο διαστάσεων θα υλοποιήσει ένα ουτοπικό όνειρο ή έναν εφιάλτη που θα απαγορεύει κάθε διαφυγή;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου